Wp/grc/Δάκτυλος

< Wp‎ | grc
Wp > grc > Δάκτυλος

δάκτυλος (Ῥωμαϊστὶ digitus) μέρος τοῦ χειρὸς καὶ τοῦ ποδὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν πολλῶνζῴων ἐστίν.

Οἱ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ποδὸς δάκτυλοι

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι edit

 
Οὐικικοινά
Ἰδὲ τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τὰ ἄλλα περὶ τοῦ δακτύλου