Wt/grc/Ὲσθήρ

< Wt‎ | grc
Wt > grc > Ὲσθήρ

Ἀρχαία ἑλληνικὴ edit

Ουσιαστικόν edit

Ὲσθήρ θηλυκόν άκλιτο

  1. ένα απόν τα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Μεταφράσεις edit