Wt/grc/διαθήκη

< Wt | grc
Wt > grc > διαθήκη

Ἀρχαία ἑλληνικὴ

edit
Πτῶσις Ενικός Δυϊκός Πληθυντικός
Ονομαστικῆ Wt/grc/διαθήκη Wt/grc/διαθήκα Wt/grc/διαθῆκαι
Γενικῆ Wt/grc/διαθήκης Wt/grc/διαθήκαιν Wt/grc/διαθηκῶν
Δοτικῆ Wt/grc/διαθήκ Wt/grc/διαθήκαιν Wt/grc/διαθήκαις
Αιτιατικῆ Wt/grc/διαθήκην Wt/grc/διαθήκα Wt/grc/διαθήκας
Κλητικῆ Wt/grc/διαθήκη Wt/grc/διαθήκα Wt/grc/διαθῆκαι

Ουσιαστικόν

edit

διαθήκη θηλυκόν

  1. (νομικός όρος) έγγραφο ποῦ περιλαμβάνει τῖς τελευταίαι επιθυμίες κάποιου καθῶς και τον τρόπο ποῦ επιθυμεῖ να μοιραστεῖ ῆ περιουσία τοῦ
  2. (κατ’ επέκταση) συμβουλῆ, παραίνεση
  3. (θρησκεία) Διαθήκη: συμφωνία

Πολυλεκτικοῖ όροι

edit

Μεταφράσεις

edit