Wt/grc/Καινῆ Διαθήκη

< Wt‎ | grc
Wt > grc > Καινῆ Διαθήκη

Ἀρχαία ἑλληνικὴ edit

πτῶσις ενικός
ονοματικῆ Καινῆ Διαθήκη
γενικῆ Καινῆς Διαθήκης
αιτιατικῆ Καινῆ Διαθήκη
κλητικῆ Καινῆ Διαθήκη

Ετυμολογία edit

Πολυλεκτικόν κύριον όνομα edit

Καινῆ Διαθήκη θηλυκόν

  1. (θρησκεία) ῆ νεότερη απόν τῖς δύο συλλογές βιβλίων ποῦ αποτελούν τῆ χριστιανικῆ Ἁγία Γραφῆ

Δεῖτε επίσης edit

Μεταφράσεις edit