Ἀρχαία ἑλληνικὴ edit
πτῶσις | ενικός |
---|---|
ονοματικῆ | Καινῆ Διαθήκη |
γενικῆ | Καινῆς Διαθήκης |
αιτιατικῆ | Καινῆ Διαθήκη |
κλητικῆ | Καινῆ Διαθήκη |
Ετυμολογία edit
- Καινῆ Διαθήκη → δεῖτε τῖς λέξεις: Wt/grc/καινός και Wt/grc/διαθήκη
Πολυλεκτικόν κύριον όνομα edit
Καινῆ Διαθήκη θηλυκόν
- (θρησκεία) ῆ νεότερη απόν τῖς δύο συλλογές βιβλίων ποῦ αποτελούν τῆ χριστιανικῆ Ἁγία Γραφῆ
Δεῖτε επίσης edit
Μεταφράσεις edit
Wt/grc/Καινῆ Διαθήκη
|
|