Wt/grc/Οβδιοῦ

< Wt | grc
Wt > grc > Οβδιοῦ

Ἀρχαία ἑλληνικὴ

edit

Ουσιαστικόν

edit

Οβδιοῦ αρσενικόν

  1. ένα απόν τα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Μεταφράσεις

edit