Wt/grc/Νεἑμίας

< Wt | grc
Wt > grc > Νεἑμίας

Ἀρχαία ἑλληνικὴ

edit

Ουσιαστικόν

edit

Νεἑμίας αρσενικόν

  1. (θρησκεία) δέκατο ἕκτο βιβλία τοῦ Βίβλος, με δεκατρία κεφάλαια
  2. όνομα τοῦ γιοῦ τῆς Ἁκαλίας

Μεταφράσεις

edit