Wt/grc/Βίβλος

< Wt‎ | grc
Wt > grc > Βίβλος

Ἀρχαία ἑλληνικὴ edit

Ουσιαστικόν edit

Βίβλος θηλυκόν

  1. (θρησκεία) ῆ Ἁγία Γραφῆ, δηλαδή η Παλαιᾶ και ῆ Καινῆ (νέα) Διαθήκη

Μεταφράσεις edit