Wt/grc/Ὡσηέ

< Wt‎ | grc
Wt > grc > Ὡσηέ

Ἀρχαία ἑλληνικὴ edit

Ουσιαστικόν edit

Ὡσηέ αρσενικόν

  1. ένα απόν τα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Μεταφράσεις edit