Wt/grc/Ἰωήλ

< Wt‎ | grc
Wt > grc > Ἰωήλ

Ἀρχαία ἑλληνικὴ edit

Ουσιαστικόν edit

Ἰωήλ αρσενικόν

  1. (θρησκεία) είκοσι ένατο βιβλίο τῆς Βίβλου, ποῦ αποτελείται απόν τρία μόνο κεφάλαια.
  2. τὸ όνομα τοῦ γιοῦ τοῦ Πεθουήλ.
  3. αρσενικόν όνομα.

Μεταφράσεις edit