Wt/grc/Ἁρῐθμοί

< Wt | grc
Wt > grc > Ἁρῐθμοί

Ἀρχαία ἑλληνικὴ

edit

Ουσιαστικόν

edit

Ἁρῐθμοί αρσενικόν μόνο στον πληθυντικόν

  1. (θρησκεία) τὸ τέταρτο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης και τῆς Πεντατεύχου και κατ΄ επέκταση τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Μεταφράσεις

edit