Wt/grc/Ἁμώς

< Wt | grc
Wt > grc > Ἁμώς

Ἀρχαία ἑλληνικὴ

edit

Ουσιαστικόν

edit

Ἁμώς αρσενικόν

  1. ένα απόν τα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Μεταφράσεις

edit