Wt/grc/Ἁμβακοὺμ

< Wt | grc
Wt > grc > Ἁμβακοὺμ

Ἀρχαία ἑλληνικὴ

edit

Ουσιαστικόν

edit

Ἁμβακοὺμ αρσενικόν

  1. ένα απόν τα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Μεταφράσεις

edit