Wt/grc/Ἀγγαῖος

< Wt‎ | grc
Wt > grc > Ἀγγαῖος

Ἀρχαία ἑλληνικὴ edit

Ουσιαστικόν edit

Ἀγγαῖος αρσενικόν

  1. ένα απόν τα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Μεταφράσεις edit