Wt/grc/ἅγιος

< Wt‎ | grc
Wt > grc > ἅγιος

Ἀρχαία ἑλληνικὴ edit

Επίθετο edit

ἅγιος

  1. (θρησκεία): ποῦ έχει σχέση με τὸ Θεό
    • τὸ Ἅγιο Πνεύμα
  2. ποῦ έχει ζήσει τῆ ζωῆ τοῦ σύμφωνα με τῖς οδηγίαι τῆς θρησκείας τοῦ
    • ο Ἅγιος Κωνσταντίνος, ῆ Ἁγία Ελένη
  3. ποῦ είναι πολύ καλός και ήρεμος
    • είναι ἅγιος άνθρωπος

Μεταφράσεις edit