Ἀρχαία ἑλληνικὴ
editΠτῶσις
|
Ενικός
|
Δυϊκός
|
Πληθυντικός
|
---|---|---|---|
Ονομαστικῆ | προφήτης | προφήτα | προφῆται |
Γενικῆ | προφήτου | προφήταιν | προφητῶν |
Δοτικῆ | προφήτῃ | προφήταιν | προφήταις |
Αιτιατικῆ | προφήτην | προφήτα | προφήτας |
Κλητικῆ | προφῆτα | προφήτα | προφῆται |
Ουσιαστικόν
editπροφήτης αρσενικόν
- θρησκευτικόν πρόσωπο ποῦ σύμφωνα με τῖς γραφαί, είχε τῆν ικανότητα τῆς θείας έμπνευσης τῆν οποία αποκάλυπτε στὸ λαόν
- ο προφήτης Ἠλίας, ο προφήτης Mωἅμεθ
- αυτός ποῦ προβλέπει τὸ μέλλον
- Δεν χρειάζεται να είσαι προφήτης για να προβλέψεις τῖ θα συμβεί αν πέσει τὸ ποτήρι στὸ πάτωμα.
Μεταφράσεις
edit θρησκευτικόν πρόσωπο