Wt/grc/Εζεκιήλ

< Wt‎ | grc
Wt > grc > Εζεκιήλ

Ἀρχαία ἑλληνικὴ edit

Ουσιαστικόν edit

Εζεκιήλ αρσενικόν

  1. (θρησκεία) είκοσι ἕκτο βιβλίο τῆς Βίβλου, ποῦ αποτελείται απόν σαράντα οκτώ κεφάλαια.

Μεταφράσεις edit