Wt/grc/Γένεσις

< Wt | grc
Wt > grc > Γένεσις

Ἀρχαία ἑλληνικὴ

edit

Ουσιαστικόν

edit

Γένεσις θηλυκόν μόνο στον ενικόν

  1. (θρησκεία) τὸ πρώτο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης και τῆς Πεντατεύχου και κατ΄ επέκταση τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Μεταφράσεις

edit