Wp/grc/Ἰατρική

< Wp | grc
Wp > grc > Ἰατρική

Ἰατρική ἡ ἐφηρμοσμένη ἐπιστήμη τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἀνθρωπίνης ὑγιείας ἐστίν.

Ἀσκληπιός, ἰάσεως θεός