Wp/grc/Ἐλαία (φυτόν)

< Wp | grc
Wp > grc > Ἐλαία (φυτόν)

ἐλαία (Ῥωμαϊστὶ olea) φυτόν ἐστιν. Τοῖς τῆς ἐλαίας καρποῖς τὸ ἔλαιον κτᾶται.

Ἡ ἐλαία

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit