Wp/grc/Ἄμπελος

< Wp | grc
Wp > grc > Ἄμπελος

ἄμπελος (Ῥωμαϊστὶ vitis) φυτόν ἐστιν. Τῷ τῆς ἀμπέλου καρπῷ, τῇ σταφυλῇ, ὁ οἶνος τίκτεται.

Ἡ ἄμπελος

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit