Wp/grc/Πνεύμονες

< Wp | grc
Wp > grc > Πνεύμονες

Οἱ πνεύμονες (Ῥωμαϊστὶ pulmones) μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν πολλῶν ζῴων ἐστίν.

Οἱ τοῦ ἀνθρώπου πνεύμονες

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit
 
Οὐικικοινά
Ἰδὲ τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τὰ ἄλλα περὶ τῶν τοῦ ἀνθρώπου πνευμόνων