Wp/grc/Πίθηκος

< Wp | grc
Wp > grc > Πίθηκος

πίθηκος (Ῥωμαϊστὶ sīmĭa) ζῷόν ἐστιν.

Ὁ πίθηκος (γορίλλα)

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit
 
Ἴδε τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τά ἄλλα περὶ