Wp/grc/Νάρκισσος

< Wp‎ | grc
Wp > grc > Νάρκισσος

νάρκισσος (Ῥωμαϊστὶ narcissus) γένος τῶν φυτῶν ἐστιν.

Ὁ τοῦ ναρκίσσου ἄνθος (narcissus)

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit
 
Ἴδε τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τά ἄλλα περὶ