Wp/grc/Μαστός

< Wp | grc
Wp > grc > Μαστός

μαστός (Ῥωμαϊστὶ mamma) μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν πολλῶν ζῴων ἐστίν.

γυναικός τινος μαστός

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit
 
Ἴδε τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τά ἄλλα περὶ