Wp/grc/Λίνον

< Wp | grc
Wp > grc > Λίνον

Τὸ λίνον (Ῥωμαϊστὶ linum) φυτόν ἐστιν.

Ἀγρὸς τοῦ λίνου θάλλει

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit
 
Ἴδε τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τά ἄλλα περὶ