Wp/grc/Καρδινάλιος

< Wp | grc
Wp > grc > Καρδινάλιος

Καρδινάλιος ἱερεὺς μέγας ἐστὶ ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ὃς πορφυροῦν ἀστραγάλειον ἐσθῆτα καὶ λεύκην μίτραν φέρει.

Καρδινάλιος Ἑνρῑ́κος Δάντε.