Wp/grc/Κίρκος

< Wp | grc
Wp > grc > Κίρκος

κίρκος (Ῥωμαϊστὶ accipiter) ὄρνις ἐστίν.

Ὁ κίρκος

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit
 
Οὐικικοινά
Ἰδὲ τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τὰ ἄλλα περὶ τοῦ κίρκου