Wp/grc/Θρίξ

< Wp | grc
Wp > grc > Θρίξ

θρίξ (Ῥωμαϊστὶ capillus) μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ζῴων ἐστίν. Ἡ θρίξ ἐστι σημαντικὴ ἵνα προπαύει ἀπόφευξις θερμὸς τοῦ σώματος.

Ἡ τοῦ ἀνθρώπου θρίξ

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit