Wp/grc/Θουλικὴ Γλῶσσα

< Wp‎ | grc
Wp > grc > Θουλικὴ Γλῶσσα

Θουλικὴ Γλῶσσα (θουλιστί: íslenska, [ˈi:s(t)lɛnska]) ἐστὶ Ἰνδοευρωπαϊκὴ γλῶσσα εἰς τὴν γερμανικῶν σύστασιν τελοῦσα. Δημοσία γλῶσσα τῆς Θούλης.

Παραδείγματα edit

  • halló, hæ = χαῖρε
  • mál, tunga, tungumál = γλῶσσα
  • Ísland = Θούλη
  • hvar = ποῦ
  • hús = δόμος
  • manneskja, maður = ἄνθρωπος
  • karlmaður, karl = ἀνήρ
  • kona = γυνή
  • ég, eg = ἐγώ
  • þú = σύ
  • einn = εἷς
  • tveir = δύο
  • þrír = τρεῖς
  • mamma, móðir = μήτηρ
  • faðir = πατήρ

Πάτερ Ἡμῶν edit

Θουλιστί Ἑλληνιστί
Faðir vor, þú sem ert á himnum.
Helgist þitt nafn,
til komi þitt ríki,
verði þinn vilji,
svo á jörðu sem á himni.
Gef oss í dag vort daglegt brauð.
Fyrirgef oss vorar skuldir,
svo sem vér og fyrirgefum vorum skuldunautum.
Og eigi leið þú oss í freistni,
heldur frelsa oss frá illu.
Amen.
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς·
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου·
ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου·
γενηθήτω τὸ θέλημά σου,
ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·
τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον·
καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν,
ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·
καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
Ἀμήν.

Πηγαί edit

  1. Θουλικὴ ἐν τῷ Ethnologue (2015)

Σύνδεσμοι Ἐξώτεροι edit

 
Ἡ Οὐικιπαιδεία ἐν τῇ
Θουλικῇ Γλώσσῃ
 
Ἥδε ἡ ἐγγραφὴ περὶ γλωσσολογίας δεῖ παρεκτενεῖσθαι . Βοηθεῖτε μετὰ τῆς ὑμετέρας εἰσφορᾶς τῇ ἐργασίᾳ ταύτῃ.