Wp/grc/Γλῶττα

< Wp | grc
Wp > grc > Γλῶττα

γλῶτταγλῶσσα (Ῥωμαϊστὶ lingua) μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ζῴων ἐστίν.

Ἡ τοῦ ἀνθρώπου γλῶττα

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit