Wp/grc/Βραχίων

< Wp | grc
Wp > grc > Βραχίων

βραχίων (Ῥωμαϊστὶ brachium) μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου ἐστίν.

Ὁ τοῦ ἀνθρώπου βραχίων

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit
 
Ἴδε τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τά ἄλλα περὶ