Wp/grc/Οὐικιπαιδεία:Ἀγορά/Λόγιοι Ἑλληνικοὶ ὅροι περὶ συγχρόνων ἐννοιῶν

Λόγιοι Ἑλληνικοὶ ὅροι περὶ συγχρόνων ἐννοιῶν (Erudite Greek terms for modern concepts):

Εἰσαγωγή

edit

This page is for collecting words and phrases that one should use in order to translate English terms for modern concepts, discoveries, and inventions into Erudite Greek. The terms may occasionally come from Attic Greek (or less desirably from other Ancient Greek dialects), Hellenistic Koine, Medieval and Contemporary Ecclesiastical Koine, but the most useful source of all should naturally be Katharevousa Greek since it is the only variation of Greek that has a ready-at-hand up-to-date lexicon compatible with Atticist grammatical and semantical rules. You are encouraged to discuss the contents of this list in the talk-page.

Μονάδες Μετρήσεως

edit

SI (Διεθνὲς Σύστημα)

edit

Φυσική (Physica):

  • Meter: Μέτρον
  • Kilogram: Χιλιόγραμμον (ell-kath: -γράμμον "gram" < fra: gramme (m.) < grc: γραμμ-ή (f.))
  • Second: Δευτερόλεπτον
  • Mole: Γραμμομόριον
  • Candela: Κηρίον
  • Ampere: Ἀμπέριον
  • Kelvin: Κελουῖνον
  • Joule: Ἰούλιον

Πληροφορική (Informatica):

  • Bit: Δυφίον [abbrev.: δ] (Δυφίον: (ell-kath) portmanteau of δυαδικὸν "binary" and ψηφίον "digit")
  • Byte: Δυφιολέξις "bit-word" [or just Δ] (not Δῆγμα "bite")

Προθέματα

edit
Προθέματα SI
1000m 10n Πρόθεμα Σύμβ. Ἐκ[1] Βραχείας κλίμακος (Short scale) Εὐρείας κλίμακος (Long scale) Δεκαδικόν (Decimal)
10008 1024 yotta- ἰώττα- Y Ι 1991 Septillion Ἑπτακισεκατομμύριον Quadrillion 1 000 000 000 000 000 000 000 000
10007 1021 zetta- ζέττα- Z Ζ 1991 Sextillion Ἑξάκισεκατομμύριον Trilliard 1 000 000 000 000 000 000 000
10006 1018 exa- ἔξα- E Ε 1975 Quintillion Πεντακισεκατομμύριον Trillion 1 000 000 000 000 000 000
10005 1015 peta- πέτα- P Π 1975 Quadrillion Τετρακισεκατομμύριον Billiard 1 000 000 000 000 000
10004 1012 tera- τέρα- T Τ 1960 Trillion Τρισεκατομμύριον Billion 1 000 000 000 000
10003 109 giga- γίγα- G Γ 1960 Billion Δισεκατομμύριον Milliard 1 000 000 000
10002 106 mega- μέγα- M Μ 1960 Ἑκατομμύριον 1 000 000
10001 103 kilo- χίλιο- k χ 1795 Χίλια 1 000
10002/3 102 hecto- ἑκατό- h ἑ 1795 Ἑκατόν 100
10001/3 101 deca- δέκα- da δα 1795 Δέκα 10
10000 100 (none - οὐδέν) (none - οὐδέν) NA Ἕν 1
1000−1/3 10−1 deci- δέκατο- d δ 1795 Δέκατον 0.1
1000−2/3 10−2 centi- ἑκατοστό- c ἑκ 1795 Ἑκατοστόν 0.01
1000−1 10−3 milli- χιλιοστό- m χλ 1795 Χιλιοστόν 0.001
1000−2 10−6 micro- μικρό- µ μ 1960[2] Ἑκατομμυριοστόν 0.000 001
1000−3 10−9 nano- νάνο- n ν 1960 Billionth Δισεκατομμυριοστόν Milliardth 0.000 000 001
1000−4 10−12 pico- πίκο- p π 1960 Trillionth Τρισεκατομμυριοστόν Billionth 0.000 000 000 001
1000−5 10−15 femto- φέμπτο- f φ 1964 Quadrillionth Τετρακισεκατομμυριοστόν Billiardth 0.000 000 000 000 001
1000−6 10−18 atto- ἄττο- a ἀ 1964 Quintillionth Πεντακισεκατομμυριοστόν Trillionth 0.000 000 000 000 000 001
1000−7 10−21 zepto- ζέπτο- z ζ 1991 Sextillionth Ἑξακισεκατομμυριοστόν Trilliardth 0.000 000 000 000 000 000 001
1000−8 10−24 yocto- ἰόκτω- y ἰ 1991 Septillionth Ἑπτακισεκατομμυριοστόν Quadrillionth 0.000 000 000 000 000 000 000 001
  1. The metric system was introduced in 1795 with six prefixes. The other dates relate to recognition by a resolution of the CGPM.
  2. The 1948 recognition of the micron by the CGPM was abrogated in 1967.

Μὴ SI

edit
  • Foot: Πούς (m.; gen.: ποδός)
  • Pound: Λίβρα
  • Gallon: Γαλόνιον

Τεχνολογία

edit
  • Robot: Αὐτόματον, Αὐτόματον μηχανικόν
  • Barometer: Ἀτμοπιεσίμετρον, Ἀτμοπιεσιμετρικόν (μηχάνημα, σκεῦος)
  • Dynamometer: Δυναμίμετρον, Δυναμιμετρικόν
  • Computer: Λογιστικὴ μηχανή, Ὑπολογιστικὴ μηχανή
  • Laptop: ἡ Ἐπιγονάτιος (λογιστικὴ μηχανή) [from Ἐπί "on top of" and Γόνατα "knees", pl. of γόνυ (τό)]
  • Handheld: ἡ Ἐπιπαλάμιος (λογιστικὴ μηχανή) [from Ἐπί "on top of" and Παλάμη "palm"]
  • Internet: Διαδίκτυον (σύστημα)
  • World wide web: Παγκόσμιος Ἱστός
  • Hardware: Ὑλικὸν Μηχανῆς
  • Software: Ὑλικὸν Λογισμοῦ
  • Microprocessor: Μικρεπεξεργαστής
  • Laser: Ἐνίσχυσις φωτὸς ὑπὸ διηγερμένης ἐκπομπῆς ἀκτινοβολίας
  • Maser: Ἐνίσχυσις μικροκυμάτων ὑπὸ διηγερμένης ἐκπομπῆς ἀκτινοβολίας
  • Radar: Ἀκτινεντοπισμός
  • Sonar: Ἠχοπλοήγησις
  • Television (device; Spanish: Televisor): Τηλεοπτικῆ συσκευή, Τηλωπὸς μηχανή (τηλέ + ὤψ (ἡ))
  • Television (broadcast; Spanish: Television): Τηλεόρασις
  • Television (the act of watching it): Τηλεόρασις, Τηλοψία (not Τηλωψία; Τηλοψία is from τηλέ + ὄψις (ἡ))
  • Electronic circuit: Ἠλεκτρικὸν κύκλωμα
  • Antenna: Κεραία
  • Electronic filters: Ἠλεκτρικὸν διηθητήριον
  • Radio signal: Ἀκτινοσῆμα
  • Demodulation: Ἀποδιαμόρφωσις
  • Decoding: Ἀποκωδίκευσις (from Latin: codex)
  • Radio receiver/source (Spanish: Receptor/Emisοr de Radio): Ἀκτινοφωνικὸν Δεκτικόν/Πεμπτικόν (κύκλωμα), Ἀκτινοδεκτήριον/Ἀκτινοπεμπτήριον, Δέκτης/Πομπός (for people serving as Receptores/Emisores)
  • Radiophonie: Ἀκτινοφωνία
  • Interferometry: Συμβολομετρία
  • Telephone: Τηλέφωνον (μηχάνημα, σκεῦος)
  • Mobile Telephone: Κινητόν (τηλέφωνον), Μετακινήσιμον
  • Cell phone: Κυψελικὸν (τηλέφωνον) (confer κυψέλη "hive")
  • Satellital phone: Δορυφορικὸν τηλέφωνον
  • Satellite: Δορυφόρος
  • GPS: Παγκόσμιον Σύστημα Θεσιθεσίας
  • Hologram: Ὁλoγράφημα
  • Wireless Technology: Ἀσύρματος Τεχνολογία
  • Daguerreotype (named after Louis Daguerre): Δαγεροτυπία
  • Film: Κινηματογράφημα, Πέλλιον (cf. πελλοράφος "skinseamer", πέλλα "skin", Latin: pellis, ProtoGmc: *<filminjan>; unrerlated to the Ancient Greek gloss πελλός "gray" and the Cypriot Modern Greek πελλός "crazy")
  • Camera (Image recorder): Εἰκονοληπτική (μηχανή, συσκευή)
  • Tape Recorder [Hi/Lo-Fi, Stereo, 3D-Surround sound] (Audio recorder): Ταινιεγγραπτική (μηχανή) [Ὑψηλῆς/Χθαμηλῆς Πιστότητος, Στερεοφωνικὸς ἦχος, 3Δ(Τρι(σ)διάστατος)-Περιβάλλων ἦχος]
  • Videocassete player/re-recorder: Ἀναπαραγωγικὴ/Ἐπαν-Ἐγγραπτικὴ (μηχανή) Εἰκονοταινιῶν
  • Betamax (obsolete format "ἀχρηστευθὲν σχῆμα"): Βηταμάξιμον
  • VHS (Video Home System) (obsolete): Σύστημα Οἰκιακῆς Εἰκονοσκοπήσεως ("video-viewing (noun)")
  • Phonographic Record: Φωνογραφικὴ Ἐγγραφή
  • Vinyl Disc: Δίσκος Οἰνυλίου
  • CD: Σύμπηκτος Δίσκος (cf. πήγ-νυ-μι [long υ] or πηγ-νύ-ω [short υ] "I consolidate, I congeal")
  • DVD (Digital Video/Versatile (Πολύχρηστος) Disc): Ψηφιακὸς Eἰκονοδίσκος
  • HD-DVD (Hi-Def) (obsolete): Ὑψηλῆς Εὐκρινείας Eἰκονοδίσκος
  • Blu Ray: Γλαυκακτινικὸς Δίσκος
  • Holographic Video/Versatile Disc (HVD): Ὁλογραφικὸς Eἰκονοδίσκος
  • Postal code: Ταχυδρομικὸς κῶδιξ (Ἀγγελιοφόρος κῶδιξ for more ancient greek form. Ταχυδρομικός is strictly from katharevousa)

Ὑπηρεσίαι

edit
  • Services: Ὑπηρεσίαι
  • Roaming: Περιαγωγή (Kath.)
  • Cookies: Πύσμα (pl.: Πύσματα) (cf. πυνθάνομαι)
  • Feed: Παρασκευή (User:Nychus), Βοτήρ (User:LeighvsOptimvsMaximvs), Ῥοή (User:Omnipaedista)

Μηχανολογία

edit
  • Machine: Μηχανή, Μηχάνημα
  • Engine: Μηχανή (in Traditional Greek engine and machine are not distinguished)
  • Chainsaw: Ἀλυσοπρίων (τοῦ ἀλυσοπρίονος)
  • Automobile, Car: Αὐτοκίνητον (ὄχημα)
  • Train: Ἁμαξοστοιχία
  • Motorcycle: Κινητόκυκλον (ὄχημα)
  • Bicycle: Δίκυκλον (ὄχημα)
  • Tricycle: Τρίκυκλον (ὄχημα)
  • Tuk-tuk: Τρίκυκλον αὐτοκίνητον (ὄχημα)
  • Trolleybus: Ἠλεκτρικὸν Λεωφορεῖον (ὄχημα)
  • Tractor: Ἑλκυστικόν (ὄχημα)
  • Bulldozer: Ἐκσκαφευτικόν / Ἐκσκαφικόν (ὄχημα)
  • Aircraft: Ἀεροσκάφος (τό)
  • Aerodyne: Ἀερόδυνον, Ἀερόδυναμικόν
  • Airplane: Ἀεροπλάνον
  • Glider: Ἀνεμοπλάνον
  • Helicopter: Ἑλικόπτερον
  • Autogyro: Περιστροφοπλάνον, Γῡροπλάνον (ὁ γῦρος: Early Medieval Greek for rotation)
  • Lifting body: Ἀνωσιπλάνον
  • Parachute: Ἀλεξίπτωτον (σκεῦος) (genuinely Kath. term meaning: "(device) against fall")
  • Aerostat(e): Ἀερόστατον, Αἰθερόστατον
  • Balloon: Σφαιρικόν Ἀερόστατον
  • Blimp: Ἀερόπλοιον, Ἀεράκατος (ἡ)
  • Submarine: Ὑποβρύχιον (AGreek: βρύξ (γεν.: τοῦ βρυχός) = βυθός = seabed), Ὑφάλιον (ὄχημα)
  • Catamaran: Σχεδία
  • Towboat: Ῥυμουλκόν ὄχημα
  • Hovercraft: Ἀερόστρωμνον (ὄχημα)
  • Spacecraft: Διαστημοσκάφος, Κοσμοσκάφος
  • Space shuttle: Διαστημόπλοιον, Κοσμόπλοιον, Διαστημάκατος, Κοσμ(ο)άκατος

Προγραμματισμός

edit
  • Object-Oriented Programming: Ἀντικειμενοστραφής Προγραμματισμός (στραφ-, allomorph of στρέφειν "to orientate")
  • Command-query separation: Διαχώρισις Πεύσεως-Ἐντολῆς
  • Informatics: Πληροφορική, Πυστική (πύστις "information")
  • Module: Ἄρθρωμα?
  • Uniform access principle: Ἀρχή Ὁμοιογενοῦς Προσβάσεως
  • Single choice principle: Ἀρχή Μονῆς Ἐπιλογής
  • Design by contract: Σχέδιον μετὰ Συμβολαίου
  • Implementation inheritance: Κληρονομικότης Ὑλοποιήσεως

Ἐπιστήμη (Φυσική/Μετεωρολογία/Γεωλογία)

edit
  • Big Bang: Μεγάλη Ἔκρηξις (literally Big Explosion)
  • Black Hole: Μελανὴ Ὀπή, Κελαινὴ Ὀπή,
  • Space: Χῶρος
  • Time: Χρόνος
  • Mass: Μᾶζα [from ProtoGreek *<μάγȷα>] (Μᾶζα being pronounced as [máàz.za] (Koine) or [máà.zda] (Attic), not ['ma.za] (Medieval))
  • Motion: Κίνησις
  • Force: Ἰσχύς (ἡ)
  • Power: Δύναμις
  • Energy: Ἐνέργεια
  • Work: Ἔργον
  • Differential Potential: Διαφορικν Δυναμικόν
  • Charge: Φορτίον (hypocoristic of Φόρτος, ὁ)
  • Upthrust: Ἄνωσις
  • Torque: Ῥοπή
  • Momentum: Ὁρμή
  • Moment of Inertia: Ὁρμὴ Ἀδρανείας
  • Angular Momentum: Γωνιακὴ Ὁρμή
  • Displacement: Ἐκτόπισμα
  • Speed: Τάχος (τό), Ταχύτης
  • Acceleration: Ἐπιταχυνσις
  • Grad(ient): Κλίσις (not Βάθμωσις which means Grading)
  • Div(ergence): Ἀπόκλισις
  • Curl/Rot(ation): Στρέψις
  • Jerk: Tίναξις
  • Yank: Ἀποτίναξις
  • Tug: Σύρσις
  • Snatch: Ἁρπαγή
  • Shake: Ἀνατάραξις
  • Surge:
  • Jolt: Τανταλισμός?
  • Fatigue: Κόπωσις (not ταλαιπωρία which is reserved fro denoting human fatigue)
  • Jounce:
  • Snap:
  • Crackle:
  • Pop: Κρότος (m.) / Ἀναπήδησις
  • Specific Energy: Εἰδικὴ Ἐνέργεια
  • Absorbed Dose Rate: Βαθμὸς Ἀπερροφημένης Δόσεως? (literally: grade of sucked-in giving)
  • Pressure: Πίεσις
  • Stress Ἔντασις
  • Strain: Ἑρπυσμός?
  • Drag: Ὁλκή
  • Surface Tension: Τάσις Ἐπιφανείας
  • Irradiance: Ἀκτινοβόλησις
  • Staticity/Stationarity: Στατικότης/Στασιμότης
  • Physicochemical Kinetic Theory: Φυσικοχημικὴ Κινητική
  • Kinematic Viscosity: Κινηματικὴ Ἰξωδία (not Ἰξωδεία; it is a parasynthesis: ἰξώδ-ης + -ία))
  • Dynamic Viscosity: Δυναμικὴ Ἰξωδία
  • Attraction/Repulsion: Προσέλκυσις/Ἀπώθησις
  • Centrifugal/Centripetal Force: Κεντρόφυγος/Κεντρομόλος Ἰσχύς
  • Eigenmomentum: Ἰδιορμή
  • Eigenvalue: Ἰδιοτιμή
  • Eigenstate: Ἰδιοκατάστασις
  • Isospin: Ἰσοστροφή (short for Ἰσο(ϊδιο)στροφορμή)
  • Hypercharge: Ὑπερφορτίον
  • Strong Nuclear Force/Interaction: Εὐσθενὴς Πυρηνικὴ Ἰσχύς/Ἀλληλεπίδρασις
  • Electromagnetism [Electricity & Magnetism]: Ἠλεκτρομαγνητισμος [Ἠλεκτρικότης (Ἠλεκτρισμός) & Μαγνητικότης (Μαγνητισμός)]
  • Weak Nuclear Force/Interaction: Ἀσθενὴς Πυρηνικὴ Ἰσχύς/Ἀλληλεπίδρασις
  • Gravitation (the attractive influence that all objects with mass exert on each other) / Gravity (a force supposed to be the cause of this attraction): Βαρύτισις / Βαρύτης
  • Fermion: Φερμιόνιον (tribute to Φέρμι (Enrico Fermi))
  • Boson: Βοσόνιον (tribute to Βός (Satyendra Nath Bose))
  • Hadron: Ἁδρόνιον (not Ἁδρόν)
  • Meson: Μεσόνιον (not Μέσον)
  • Meron: Μερεόνιον (not Μερόνιον)
  • Hyperon: Ὑπερόνιον
  • Nucleon: Πυρηνόνιον
  • Baryon: Βαρυόνιον
  • Lepton: Λεπτόνιον
  • {up, down, charm(ness), strange(ness), top(ness), bottom(ness)}: {ἄνω, κάτω, γοητεία, παραδοξότης, κορυφή/κορυφαιότης, πυθμήν/πυθμενότης}
  • Sterile Neutrino: Στεῖρον Οὐδετερῖνον
  • Positronium: Θετικόνι (τό) (γεν.: τοῦ Θετικόνεος) (certainly not Θετικόνιον)
  • Graviton: Βαρυτόνιον (short for Βαρυτητόνιον)
  • Gluon: Γλοιόνιον (not Γλοιόν)
  • Gluonium: Γλοιόνι (γεν.: τοῦ Γλοιόνεος) (not Γλοιόνιον)
  • Gluino: Γλοιῖνον [ɡloɪ.jíìn.on]
  • Squark (short for superquark): Σκουάρκιον (short for σουπερκουάρκιον)
  • Sfermion: Σφερμιόνιον
  • Higgs: Ἵγσιον [híg.zì.on] (tribute to Ἵγζ (Peter Higgs))
  • Higgsino: Ἱγσῖνον
  • Axion: Ἀξιόνιον (named after Axion®, a U.S. laundry detergent, "corruption" of action)
  • BIon (Born & Infeld): ΒΙόνιον (to be read as βιόνιον)
  • Chargino: Φορτῖνον (Latin: Carginum)
  • Gaugino: Βαθμιδῖνον (Latin: Galginum)
  • Neutralino: Οὐδετερικῖνον
  • Dilaton: Οἰδόνιον (poetic AGreek Oἶδος (τὸ) "swelling, dilation", cf. Oedema)
  • Tachyon: Ταχυόνιον
  • Luxon: Φαόνιον (Φῶς (τοῦ Φάους))
  • Photon: Φωτόνιον (Φῶς (τοῦ Φωτός))
  • Tardyon: Βραδυόνιον (from Βραδύς)
  • Roton: Περιστροφόνιο, Γυρόνιον
  • Plasmon: Πλασμόνιον (not Πλασματόνιον)
  • Pomeron: Πομερόνιον (tribute to Πομεράντσ(')ουκ -- ' denotes palatalization -- Isaak Pomeranchuk)
  • Reggeon: Ῥεζόνιον (tribute to Ῥέζε Tullio Regge)
  • Degenerated Selectron: Ἐκγεγενεσμένον (short for Ἐκστῆσαν τοῦ γένους, "coined after" Ἐκτετελεσμένος) Σηλεκτρόνιον (short for Σουπερηλεκτρόνιον)
  • Smuon (short for <Super(2-graded)-μ-on>): Σμυόνιον
  • Inflaton: Πληθωρόνιον (from Ionic Greek: Πληθώρη (abundance); revived in Kath. having the sense of inflation)
  • Davydov Soliton: Δαυΐδοφ-Μονηρειόνιον (from coined Μονήρεια (solitude), from attested AGreek Μον-ήρης (loner, adapted alone) from the root of ἀραρίσκω, cf. Ἀρείων)
  • Instanton: Στιγμαιόνιον (from Στιγμή (point at time))
  • Polariton: Πολικοτόνιον (short for Πολικοτητόνιον)
  • Polaron: Πολικόνιον
  • Phonon: Φωνόνιον
  • Magnon: Μαγνόνιον
  • Sphaleron: Σφαλερόνιον
  • Stranglet: Παραδοξίδιον
  • Glueball: Γλοιόσφαιρα
  • Regge Slope: Πρᾱνὲς Ῥέδζε
  • Cluster: Βότρυς (ὁ)
  • Jet: Πῖδαξ (ἡ not ὁ)
  • Shower: Καταιονισμός (ὁ) (late Koine)
  • Ζitterbewegung: Σκίρτημα
  • Bremsstrahlung: Ἐπιβραδυνσιακὴ Ἀκτινοβολία
  • Vielbein (das): Πολύπους (ὁ) (τοῦ Πολύποδος), Σύνολον ἐνδεικτῶν, n-άς (τῆς n-άδος) "ensemble of n members"
  • Ferromagnetism: Σιδηρομαγνητισμός
  • Ferrimagnetism: Σιδηρουμαγνητισμός (σιδηροῦς (adj.))
  • Diamagnetism: Διαμαγνητισμός
  • Superdiamagnetism: Ὑπερδιαμαγνητισμός
  • Paramagnetism: Παραμαγνητισμός
  • Superparamagnetism: Ὑπερπαραμαγνητισμός
  • Antiferromagnetism: Ἀντισιδηρομαγνητισμός
  • Metamagnetism: Μεταμαγνητισμός
  • Spin glass: Ὕαλος στροφορμῆς (ἡ)
  • Superconductivity: Ὑπεραγωγιμότης
  • Permeability: Διαπεραστικότης
  • Susceptibility: Δεκτικότης
  • Conductor: Ἀγωγικόν (ὑλικόν)
  • Heat Conduction: Μεταγωγὴ Θερμότητος
  • Star: Ἀστήρ (ὁ) (τοῦ ἀστέρος)
  • Supernova: Ὑπερκαινοφανής, Σουπερκαινοφανής (ὁ)
  • Hypernova: Ὑπερκαινοφανής (ὁ)
  • Martial/Jovial Planet: Ἄρειος/Διικός Πλανήτης
  • Minor Planet: Πλανητίσκος
  • Planetoid: Πλανητοειδές (lat: Planetoideum)
  • Soil: Ἕδαφος (τό)
  • Glacier: (ὁ) Παγετών (παγετων-) (from Kath. παγετών from AGreek παγετός)
  • Arête (Gebirgskamm): Ὀρεορράχις
  • Loess: Ἀνεμικὸν ἵζημα
  • Moraine: Παγετωνικὸν ἵζημα
  • Volcanic Magma: Ἡφαιστειακὸν Μάγμα
  • Volcanic Lava: Ἡφαιστειακὴ Πλήμμυρα (not Πλημμύρα as in Kath.)
  • Tide: Πλήμμη
  • Lotic / Lentic: Νεαρός? ("fresh")/ Στάσιμος? ("stationary")
  • Flood: Πλημμυρ-ίς|-ίδος
  • Rainbow: Οὐρανία Ἀψ-ίς|-ίδος (ἡ)
  • Dust: Κόν-ις|-εως (ἡ)
  • Mud: Ἰλύς (ἡ) (gen.: Ἰλύος)
  • Fire: Πύρ (τό)
  • Water: Ὕδωρ (τό)
  • Orogeny: Ὀρεογονία
  • Vortex: Δίνη
  • Rheology: Ῥεολογία
  • Pelagic Zone: Πελαγικὴ Ζώνη, Πελαγεοζώνη
  • Hurricane: ὁ Τυφών (τυφων-)
  • Cyclone: ὁ Κυκλών (κυκλων-)
  • Tornado: (ὁ) Σιφών (σιφον-), Στρόβιλος
  • Thunder, Lightning, Thunderclap: Κεραυνός, Ἀστραπή, Βροντή
  • Geode: Γεῶδες
  • Scattering: Δίαχυσις, Σκέδασις
  • Refraction: Περίθλασις
  • Diffraction: Διάθλασις
  • Birefrigence: Διπλοθλαστικότης
  • Entrainment: Παρασυρμός, Παράσυρσις
  • Map: Πίναξ (ὁ) (gen. τοῦ Πίνακος)

Συστημικὴ καὶ Θερμοδυναμική

edit
  • Complex Systems Theory/Systemics: Θεωρία Πολυπλόκων Συστημάτων/Συστημική
  • Complexity Theory: Θεωρία Πολυπλοκότητος
  • Plectics: Πλεκτική
  • Cybernetics (abstract version): Κυβερνητική (ἀφῃρημένη ἐκδοχή)
  • Control Theory (a. v.): Θεωρία Ἐλέγχου (ἀφ. ἐκδ.)
  • Game Theory (a. v.): Θεωρία Παιγνίων (ἀφ. ἐκδ.)
  • Multi-agent System: Πολυπρακτορικὸν Σύστημα (πράκτωρ: agent)
  • Chaos Theory: Θεωρία Χάους, Χαολογία
  • Energy Dissipation: Διασκέδασις Ἐνεργείας (not as in Kath.: Διασκορπισμός ("interballistation") Ἐνεργείας)
  • Emergence of Properties: Ἀνάδυσις Ἰδιοτήτων
  • Entropy: Ἐντροπία
  • Posentropy: Θετικὴ Ἐντροπία
  • Negentropy: Ἀρνητικὴ Ἐντροπία, Ἀντεντροπία
  • Enthalpy: Ἐνθαλπία
  • Feedback (Retroaction)/Feedforward (Preaction): Ἀνατροφοδοσία/Προτροφοδοσία (pr(a)e- "πρό, πάρος")
  • Limit Cycle/Saddle Point (Phase Portrait): Ὁριακὸς Κύκλος/Σαγματικὸν Σημεῖον (Παράστασις Φάσεων)
  • Poincaré recurrence map: Παλινεμφανειακὸν? Ἀπεικόνημα Πουεγκαρέ
  • Autopoiesis/Allopoiesis: Αὐτοποίησις/Ἀλλοποίησις
  • Autocatalyticity: Αὐτοκαταλυτικότης
  • Brusselator): Βρυξελλευτής (Βρυξέλλ-αι + -ευτής)
  • Reaction-Diffusion: Ἀντίδρασις/Διάχυσις
  • Statistical Ensemble (Grand Canonical): Στατιστικὸν Σύνολον (Μέγα Κανονικόν)

Βιολογία

edit
  • Microbe: Βραχύβιον, Ἀφανόβιον, Μικρόζῳον, Μικρ(ο)οργανισμός
  • Gene: Γένιον (not Γένειον "beard"), Γόνιον, Γονίδιον (Kath.), Γενίδιον
  • Genome: Γένωμα?
  • Genetics: Γενετική (not Γεννητική or Γενητική) (from AGreek Γενέτης)
  • Protein Πρωτεΐνη (from Πρωτεύς or πρώτειος)
  • Proteome: Πρωτέωμα
  • Mechanome: Μηχάνωμα
  • Connectome: Συνδέωμα
  • Cell: τὸ Κύτος (κυτεο-, κυτο-), Κύτταρον (κυτταρο-)
  • Evolution theory: Ἐξελιξιολογία
  • Development theory: Ἀναπτυξιολογία
  • Hormone: Ὁρμώνη
  • Adrenaline: Ἐπινεφρίνη
  • Spliceosome: Συναμμ(ατ)όσωμα (Σύν + Ἅμμα, cf. Synapse <- Σύναψις)
  • Gurken Localization Signal: Σῆμα Ἐντοπίσεως Gurken (Gurken is glossed to AGreek by Σικυοί; however types of mRNA are usually left untranslated)
  • Charon (RP [ʃə.'ɹɒn]; AE [ʃə.'ɹɑn]) λ-Bacteriophage: ὁ λ-Βακτηριοφάγος "Χάρων"
  • Allometric Hetrochrony: Ἀλλομετρικὴ Ἑτεροχρονία
  • Predisplacement: Παροσεκτόπισις
  • Postdisplacement: Πεδεκτόπισις
  • Hypermorphosis: Ὑπερμόρφωσις
  • Progenesis: Προγένεσις
  • Acceleration: Ἐπιτάχυνσις
  • Neoteny: Νεοτένεια (from Νεοτενής)
  • Heterochrony: Ἑτεροχρονία
  • Paedogenesis: Παιδογένεσις
  • Paedomorphism: Παιδομορφισμός
  • Forest Ecology: Δασ(ε)οοικολογία
  • Taxonomy: Ταξινομία
  • Superorder: Ὑπερτάξις (not Ὑπέρταξις which means "superordination")
  • Suborder: Ὑποτάξις (not Ὑπόταξις which means "subordination")
  • Infraorder: Ἐνιτάξις (Aeolian Greek; see discussion)
  • Dryptosauridae: Δρυπτοσαυροειδῆ
  • Tyrannosaurus rex: Τυραννόσαυρος ὁ ἄναξ
  • Homo sapiens: Ἄνθρωπος/Ἀνὴρ ὁ σοφός
  • Psittaciformes: Ψιττακόμορφα
  • Amniotes: Ἀμνιωτά
  • Lichen: Λειχήν (ἡ)
  • Sedge/Bryum: Βρύον
  • Anatomy: Ἀνατομία
  • Respiratory System: Ἀναπευστικὸν Σύστημα
  • Reproductive System: Ἀναπαραγωγικὸν Σύστημα
  • Biomechanics: Βιομηχανική
  • Animal Ethology: Ζωώδης Ἠθ(ε)ολογία
  • Self-grooming: Αὐτοκαλλώπισις
  • Cline: Κλινές (pl.: Κλινῆ)

Ἀνατομία

edit
  • Alveolus: Φατνίον
  • Ampulla: Κύλιξ (ἡ)
  • Artery: Ἀρτηρία
  • Capsula: Κέλυφος (τό)
  • Carpel (flowers): Ὕπερος (ὁ)
  • Capillary: Τριχοειδές (Ἀγγεῖον)
  • Carotid Artery: Καρωτὶς Ἀρτηρία
  • Cerebrum (Brain): Ἐγκέφαλος
  • Cor (Heart): Καρδία
  • Dorsum (human back): Ῥάχις (ἡ) (γεν.: ῥάχεως)
  • Fossa: Βόθρος (ὁ)
  • Glomeruli ("νεφρικὰ τριχοειδῆ ἀγγεῖα"): Σπειράματα
  • Jugular Vein: Σφαγῖτις Φλέψ
  • Metacarpus: Μετακαρπός ("after the wrist")
  • Neuron: Νευρών (ὁ) (νευρων-)
  • Omentum ("ἐλευθέρα περιτοναϊκὴ πτυχή", lit. "πέζα"): Ἐπίπλοον (cf. Fr.: Épiploon)
  • Palatum: Οὐρανός, Οὐρανίσκος
  • Perιcarp(us) (fruits): Περικαρπός ("arround the fruit")
  • Perineum: ὁ Περίναιος (περι- + ἰνα- (cf. ἰνᾶν "to empty") + adj. suffix -ιος)
  • Prostate: ὁ Προστάτης (ἀδήν; γεν.: ἀδἐνος)
  • Trichocyst (protozoans): Τριχοκύστη
  • Uvula: Σταφυλή
  • Vein: Φλέψ (ἡ) (γεν.: τῆς Φλεβός)
  • Velum palati: Ὑπερῴα (ἡ)
  • Vessel: Ἀγγεῖον
  • Warp (flowers): Στημών (ὁ) (στημον-)

Ἰατρική

edit
  • Achalasia: Ἀχαλασία
  • Acquired Immune Deficiency Syndrome (AIDS): Σύνδρομον Ἐπικτήτου Ἀνοσικῆς Ἀνεπαρκείας (ΣΕΑΑ)
  • Allantoin levels: Κλῖμαξ Ἀλλαντίνης
  • Anencephaly: Ἀνεγκεφαλία
  • Antiphospholipid Antibody syndrome: Σύνδρομον Ἀντιφωσφο(ρο)λιπιδικῶν Ἀντισωμάτων
  • Appendix/Appendicitis/Appendectomy: ἡ Σκωληκοειδής (ἀπόφυσις)/ἡ Σκωληκοειδῖτις/Σκωληκοειδίτις[1], Σκωληκοειδεκτομία
  • Aneurysm: Ἀνεύρυσμα
  • Anorexia Nervosa: Νευρώδης/Νευρικὴ Ἀνορεξία
  • Arthus (Nicolas Maurice Arthus) reaction/phenomenon: Ἀντίδρασις/Φαινόμενον τοῦ Ἀρτύς
  • Asperger Syndrome: Σύνδρομον τοῦ Ἄσπεργερ
  • Asthma: Ἄσθμα
  • Asystole: Ἀσυστολία
  • Autoimmune Disease: Αὐτάνοσος Ἀσθενεία (Kath. Ἄνοσος rendering Lat. Immunis)
  • Behçet's disease (Germ.: Morbus Adamantiades-Behçet): Νόσος τῶν Βετσέτ-Ἀδαμαντιάδου (transcribing Mod.Gr. names to A.Gr. is problematic)
  • Botul(in)ism: Χορδευματ(ιν)οπάθεια
  • Cancer: Καρκίνος (ὁ)
  • Cardiac Myosin Autoimmunity: Καρδιακὴ Αὐτανοσία Μυΐνης
  • Cataract: Καταρράκτης
  • Congenital deformity: Συγγενὴς δυσπλασία
  • Cystic Fibrosis: Κυστικὴ Ἴνωσις
  • Dementia: Ἄνοια
  • Delusionary Parasitosis: Ἀπατηλὴ Παρασίτωσις
  • Dermatomyositis: Δερματομυΐτις
  • Ectrodactyly: Ἐκτρωματοδακτυλία
  • Enteric Fever: Τῦφος (ὁ), Ἐντερικὸς Πυρετός (ὁ)
  • Fundic gland polyposis:
  • Gluten(gliadin-and-glutenin)-induced bowel disease: Γλοιηνολειψιεπαγομένη (present participle) Κοιλιακὴ Νόσος (-λειψία <- λειπ- "to lack")
  • Infarction: Ἐμφραξιγενὴς (occlusion(blood-clot/cholesterol-deposit)-generated) (<- φραγ-) Νέκρωσις
  • Hemophilia: Αἱμορρουφιλία (Αἱμόρρους "blood-flowing (noun)")
  • Hymenitis: Ὑμενῖτις
  • Ηypercholesterolemia: Ὑπερχοληστερεωλαιμία (not -στερο-)
  • Leg length discrepancy: Ῥαιβοσκελία
  • Leuk(a)emia: Ὑπερλευκοκυτταραιμία ("many-leukocytes-blodded-ness"), Λευχαιμία ("white-blooded-ness"), Αἱμοκαρκίνωμα ("blood cancer" -- inaccurate: carcinoma implies a tumor in a tissue)
  • Hepatitis: Ἡπατῖτις (νόσος)
  • Lupus Erythematosus: Ἐρυθηματώδης Λύκος (ὁ)
  • Myocardial (<- μυοκάρδιον) infarction: Μυοκαρδιακὴ Ἐμφραξιγενὴς Νέκρωσις
  • Narcolepsy: Ναρκοληψία
  • Nausea: Ναυτία
  • Nephrotic Syndrome: Νεφρωτικὸν Σύνδρομον
  • Orexis: Ὄρεξις
  • Orthop(a)edics: Ὀρθοπαιδική
  • Osteoid osteoma: Ὀστεῶδες Ὀστέωμα (τό)
  • Paresis (pareticity): Πάρεσις (cf.έναι)
  • Porphyria: Πορφυρία
  • Psoriasis (autoimmune condition): Ψωρίασις
  • Renal failure: Νεφρικὴ Ἀνεπάρκεια Ἀπότευξις (not as in Kath.: Ἀνεπάρκεια)
  • Rheumatic Arthritis: Ῥευματικὴ Ἀρθρῖτις
  • Sarcoidosis: Σαρκοείδωσις
  • SARS: Δριμὺ Ὀξὺ Ἀναπνευστικὸν Σύνδρομον (ΔΟΑΣ)
  • Scabies (transmissible infection): Ψώρα
  • Serology: Ὀρολογία (not to be confused with Ὀρεολογία (Mountain Formation Theory) or ρολογία (Terminology))
  • Sinusitis: Ἰγμορ(ε)ῖτις
  • Stroke (Ictus cerebri): Ἐγκεφαλικὴ Ἐμβολή
  • Syphilis (morbus): ἡ Σύφιλις (νόσος)
  • Thrombosis: Θρόμβωσις
  • Thrombotic thrombocytopenic purpura: Θρομβωτικὴ Θρομβοκυτ(ε)οπενικὴ Πορφύρη (substantivization of Πορφυρή)
  • Torticollis: Ῥαιβόκρανον
  • Tuberculosis: Φθίσις (ἡ), Φυματίωσις
  • Type III hypersensitivity: Τύπου Γ΄ Ὑπερευαισθητότης
  • Vaccination: Δαμάλισις (liter. transl.), Ἐμβολίασις

Χημεία

edit


Atom(e): Ἄτομον (σωμάτιον) (see discussion)
Proton: Πρωτόνιον (not Πρῶτον)
Neutron: Οὐδετερόνιον
Positron: Θετικόνιον, Ἀντηλεκτρόνιον
Ion: Ἰόν (γεν.: τοῦ Ἰόντος)
Nucleus: Πυρήν (ὁ)
Molecule: Μόριον
Element: Στοιχεῖoν
Particle: Σωμάτιον
Compound: Μεῖγμα
Solid (state): Στερεά (κατάστασις)
Liquid: Ὑγρή (Liquid), Ῥευστή (Fluid)
Gas: Ἀερία
Condensed: Συμπεπυκνωμένη


o. Ὄνομα | Σύμβολον
1 Hydrogen H Ὑδρογόνον
2 Helium He Ἥλιον
3 Lithium Li Λίθιον
4 Beryllium Be Βηρύλλιον
5 Boron B Βόρον
6 Carbon C Ἄνθραξ (not to be confused with the disease Ἄνθραξ)
7 Nitrogen N Ἄζωτον, Νιτρότοκον, Νιτρογόνον, Νιτρογενές
8 Oxygen O Ὀξυγόνον
9 Fluorine F Φθόριον
10 Neon Ne Νέον
11 Sodium Na Νίτριον
12 Magnesium Mg Μαγνήσιον
13 Aluminium Al Ἀργίλιον
14 Silicon Si Πυρίτιον
15 Phosphorus P Φωσφόρος (ὁ)
16 Sulfur S Θεῖον
17 Chlorine Cl Χλώριον
18 Argon Ar Ἀργόν
19 Potassium K Κάλιον
20 Calcium Ca Ἀσβέστιον
21 Scandium Sc Σκάνδιον
22 Titanium Ti Τιτάνιον
23 Vanadium V Βανάδιον
24 Chromium Cr Χρώμιον
25 Manganese Mn Μαγγάνιον
26 Iron Fe Σιδηρον
27 Cobalt Co Κοβάλτιον
28 Nickel Ni Ψευδόχαλκος (ὁ)
29 Copper Cu Χαλκός (ὁ)
30 Zinc Zn Ψευδάργυρος (ὁ)
31 Gallium Ga Γάλλιον
32 Germanium Ge Γερμάνιον
33 Arsenic As Ἀρσενικόν
34 Selenium Se Σελήνιον
35 Bromine Br Βρόμιον [not Βρωμ-]
36 Krypton Kr Κρυπτόν
37 Rubidium Rb Πορφύριον
38 Strontium Sr Στρόντιον
39 Yttrium Y Ύττριον
40 Zirconium Zr Ζαρκόνιον
41 Niobium Nb Νιόβιον
42 Molybdenum Mo Μολυβδήνιον
43 Technetium Tc Τεχνήτιον
44 Ruthenium Ru Ῥουθήνιον
45 Rhodium Rh Ῥόδιον
46 Palladium Pd Παλλάδιον
47 Silver Ag Ἄργυρος (ὁ)
48 Cadmium Cd Κάδμιον
49 Indium In Ἴνδιον
50 Tin Sn Κασσίτερος (ὁ)
51 Antimony Sb Ἀντιμόνιον
52 Tellurium Te Ἀρουρικόν, Τελλούριον
53 Iodine I Ἰοειδεινόν, Ίώδιον
54 Xenon Xe Ξένον
55 Caesium Cs Καίσιον
56 Barium Ba Βάριον
57 Lanthanum La Λανθάνον [not Λανθάνιον]
58 Cerium Ce Δημήτριον
59 Praseodymium Pr Πρασεοδιδύμιον
60 Neodymium Nd Νεοδιδύμιον
61 Promethium Pm Προμήθειον
62 Samarium Sm Σαμάριον
63 Europium Eu Εὐρώπιον
64 Gadolinium Gd Γαδολίνιον
65 Terbium Tb Τέρβιον
66 Dysprosium Dy Δυσπρόσιτον
67 Holmium Ho Ὅλμιον
68 Erbium Er Ἔρβιον
69 Thulium Tm Θούλιον
70 Ytterbium Yb Υττέρβιον
71 Lutetium Lu Λουτήτιον
72 Hafnium Hf Ἅφνιον
73 Tantalum Ta Ταντάλιον
74 Tungsten W Βαρυλίθιον, Λυκοάφριον
75 Rhenium Re Ῥήνιον
76 Osmium Os Ὄσμιον
77 Iridium Ir Ἰρίδιον
78 Platinum Pt Λευκόχρυσος (ὁ)
79 Gold Au Χρυσός (ὁ)
80 Mercury Hg Ὑδράργυρος (ὁ)
81 Thallium Tl Θάλλιον
82 Lead Pb Μόλυβδος (ὁ)
83 Bismuth Bi Βισεμούτιον
84 Polonium Po Πολώνιον
85 Astatine At Ἀστατινόν, Ἀστάτιον
86 Radon Rn Ἐξάκτινον, Ῥαδώνιον
87 Francium Fr Φράγκιον
88 Radium Ra Ἀκτινόν, Ῥάδιον
89 Actinium Ac Ἀκτίνιον
90 Thorium Th Θώριον
91 Protactinium Pa Πρωτακτίνιον
92 Uranium U Οὐράνιον
93 Neptunium Np Ποσειδώνιον
94 Plutonium Pu Πλουτώνιον
95 Americium Am Ἀμερίκιον
96 Curium Cm Κούριον
97 Berkelium Bk Βερκέλιον
98 Californium Cf Καλιφόρνιον
99 Einsteinium Es Εἰνστείνιον
100 Fermium Fm Φέρμιον
101 Mendelevium Md Μενδελεύϊον
102 Nobelium No Νοβέλιον
103 Lawrencium Lr Λωρένσιον
104 Rutherfordium Rf Ῥαδερφόρδιον
105 Dubnium Db Δούβνιον
106 Seaborgium Sg Σιβόργιον
107 Bohrium Bh Βώριον
108 Hassium Hs Ἅσσιον
109 Meitnerium Mt Μαϊτνέριον
110 Darmstadtium Ds Δαρμοστάτιον
111 Roentgenium Rg Ῥεντογένιον
112 Copernicium Uub Κοπερνίκιον
(terms below are not translated per international convention)
113 Nihonium Νιχόνιον, Νιόνιον, Νιππόνιον (Nihonium < Nihon (= Japan) + -ium < 日本 = Japan; pronounced either as Nihon or Nippon).
114 Ununquadium Uuq
115 Ununpentium Uup
116 Ununhexium Uuh

Προσφύματα

edit
  • Meth-: Μεθ- (short for Μέθυ-)
  • Eth-: Αἰθ- (short for Αἰθέρ-)
  • Prop-: Prop- (short for Πρόπι-; cf. τὸ Πῖαρ (gen.: τοῦ Πίαρος))
  • But-: Βουτ- (short for Βούτυρο-)
  • Oxy-: Ὀξέο- (when oxy- means acid), Πυρί- (when oxy- means oxygeno-, short for πυρίτοκο-)
  • Silico-: Πυρἰτιο-
  • Sulfo-: Θεῖο-
  • Alkali-: Ἀλκάλι- (Arabic root), Βάσι- (AGreek root) (Arabic terms in any science are rarely used translated)
  • Alco-: Ἄλκο- (Arabic root), Μέθυ- (AGreek root) (see above)
  • Cis-: Ἅμα-
  • Trans-: Ὑπέρ-, Πέραν-
  • Zusammen-: Ὁμοῦ-
  • Εntgegen-: Ἀντιδιά-
  • Laevo-: Λαιό- (Λαιός, AGreek root)
  • Dextro-: Δεξιό- (Δεξιός, AGreek root)
  • Eka- (<एक éka>), Dvi- (<द्वि dví>) ("one, two" in Sanskrit): Ἔκα-, Δουι- (used as inherently untranslatable prefixes internationally)
  • Ortho: Ὀρθό-
  • Meta: Μετά-
  • Para: Παρά-
  • Ipso: Ταῦτο- (not Ἴδιο-)
  • Meso: Μέσο-
  • Peri: Περί-
  • Cine (from κινέω): Κινεο- (taking its root & adding to it an /-o-/ is how one can make a compound word out of a verb)
  • Tele: Τηλέ-
  • Nor (<- normal-): Ἐτεο- ("proper")
  • N-terminus: N-τέρμα
  • C-terminus: C-τέρμα

Ὀργανικὴ Χημεία

edit

(For Organic Chemistry suffices see Προσφύματα above)

  • Double Bond: Διπλοῦς Δεσμός
  • Aromatic: Ἀρωματικός
  • Aliphatic: Ἀλειφατικός
  • Arene (ar- from aromatic): Ἀρήνιον
  • Hydrocarbon: Ὑδατάνθραξ
  • Aldehyde: Ἀλαφυδ- (al- (arabic article (named after the Arabian Al-chemists); Ἀπύ translating De (see DNA below); Ὑδ- short for Ὑδρο-; if it was to be transcribed it would be Ἀλδηϋδ-)
  • Alcohol (al-kuh(u)l (kohl); arbitrary long /o/ in Neolatin): Ἀλκοώλ-η/ιον (Οὐσία / Ὀργανικὸν Μεῖγμα) (approximate AGreek translation: Μέθυ (τό), γεν.: τοῦ Μέθυος)
  • Alkane (from al-qaliy "ash, σποδός" and -an- (Latin suffix); long /a/): Ἀλκάν-η/ιον
  • Alkene (from al-qaliy and -en- (Latin suffix) or -ήν- (Greek suffix)): Ἀλκήν-η/ιον
  • Alkyne (from al-qaliy and -yl (German version of AGreek Ὕλη [hʉː́lɛː] (wood) and -in- (Latin suffix)): Ἀλκύνιον
  • Alkyle (from al-qaliy and -yl): Ἀλκύλ-η/ιον (untranslatable)
  • Ketone (Ket- (German version of the Latin root acēt- "acid"; cf. acetum "vinegar, ὄξος (τό)") and -ώνη (AGreek suffix)): Κητώνη (untranslatable)
  • Benzine: Πετρελαιοαιθήρ, Βενζίνη (pronounced [ben.zdií.nὲε]) (benz- ultimately from لبان جاوي (lubān-jāwī "frankincense of Java"))
  • Benzoin: Βενζαΐνη (long /a/ as in <jāw->)
  • Benzoic acid: Βενζαϊκὸν Ὀξύ (long /a/ as in <jāw->)
  • Phenol (Greek φαιν- and -ol from <alcohol>): Φαινώλη
  • Paracetamol (para-acetylaminophenol): Παροξεαμώλη, Παρακηταμώλη (Παροξεϋλαμινοφαινώλη, Παρακητυλαμινοφαινώλη)
  • Acetaminophen (para-acetylaminophenol; same as above): Ἀκηταμινοφαίνη
  • Aldol (Ald(ehyd)ol): Ἀλα(φυδ)ώλη
  • Isoxazole: Ἰσοξαζώλιον
  • Nor-Tropane: Ἐτεο-Τροπάνη
  • Cannabidiol: Κανναβιδιώλη (<- ἡ κάνναβις)
  • N-Benzylpiperazine (Nitrogen-benzyl-piper-azote-ine): N-Βενζυλοπεπεραζίνη (not πιπερ- as in Kath.)
  • Codeine (from κωδε-ία "poppy head"): Κωδεΐνη
  • Catechol (Acacia catechu): Ἀκακιώλη
  • Toluene (from Caribbean Spanish: Tolú): Τολ(ο)υήνη
  • Pyrazolidine: Πυραζωλιδίνη (πυρ(ὀ)- "pyr", πυρρ(ὀ) "pyrrh-", πυρί- "oxy-", ὀξύ-|ὀξέο- or ἀκητ- "acet(o)-", ὀξ-, ἐσ- (Germ.) "essig", κητ- (Germ.) "κητ-")
  • Pyrrole: Πυρρώλιον
  • Thiazole (az- is short for azoto-): Θειαζώλιον (thio- and sulfo- are occasionally interchangeable)
  • Resorcinol (resin + urceolaris (herba) + in + ol): Ῥητουρκεϊνώλη (AGreek Ῥητίνη "resin"; οὐρκε-: transcribed urce-)
  • Ester (Essig-äther [ˈʔɛsɪçˌʔeːtɐ]; Essig [ɛsɪç] "vinegar" <- O.H.German /ezzih/ <- */ettik/): Ἐσθήρ (not to be confused with the Hebrew name Ἐσθήρ) (γεν.: Ἐσθέρος), Ἐστήρ, Ὀξαιθήρ
  • Racemate (racemus "grape-cluster, σταφυλόβοτρυς" and -ate (salt "ἅλας" or ester "ἐσθήρ") <- (Lat.) -āt-um): Ῥακημᾶτον
  • Aspartame (aspart(ic acid) + (phenyl)a(lanine) m(ethyl) e(ster)): Ἀσπαρταμέστη (Ἀσπαρτικὸν Ὀξύ + Φαινυλαλανινομεθυλεστήρ) (-έστη already exists in Greek: Ἀλμαγέστη from الكتاب المجسطي, al-kitabu-l-mijisti "The Great Book")
  • Aspartic acid (<- Ἀσπάραγος): Ἀσπαρτικὸν / Ἀσπαραγικὸν Ὀξύ
  • Hydroquinone (<- Sp. Quina "cinchona bark" <- Quechua (Peru) Kina): Ὑδροκινώνη
  • Phthalic acid (<- M.Greek <νάφθα> <- Persian <naft>): Φθαλικὸν Ὀξύ
  • Folic (L. folium "leaf") acid: Πεταλικὸν (πέταλον) Ὀξύ, Φολικὸν Ὀξύ
  • Scorpionate ligand (<- ὁ Σκορπιός): Σκορπιατικὸν συνδετέον (-τέος: AGreek equiv. of -andus)
  • Phosphonothioic acid: Φωσφωνοθειοκτωϊκὸν Ὀξύ
  • Hydron: Ὑδρόν (γεν.: τοῦ Ὑδρόντος) (short for Ὑδροϊόν)
  • Cysteine (κύστη + -eine <-? prot-ein): Κυστεΐνη
  • DNA: ΑΠΟ = Ἀποξυρριβοπυρηνικὸν Ὀξύ | ἈπυπυριβοΠυρηνικὸν Ὀξύ (short for Ἀπύ("de-" in Aeolian)-πυρί("oxygen-")-ρίβο("Arabic gum" in German; ρ is not aspirated)-πυρηνικόν)
  • mRNA: ἀΡΠΟ = ἀγγελιαφόρον ῬιβοΠυρηνικὸν Ὀξύ [messenger ribonucleic acid]
  • snRNA: μπΡΠΟ = μικρὸν πυρήνιον ῬιβοΠυρηνικὸν Ὀξύ [small nuclear ribonucleic acid]
  • tRNA: μΡΠΟ = μεταφορικὸν ῬιβοΠυρηνικὸν Ὀξύ [transfer ribonucleic acid]
  • Aminoacyl tRNA synthetase: Ἀμινοξυλικὴ μΡΠΟ-συνθετάσις
  • Amine (untranslatable "corruption" of AGreek Ἀμμωνία): Ἀμίνη (long /i/ as in Latin)
  • Vitamine (Vit-amine "the amine of life"): (very difficult to translate)
  • Transaminase: Ὑπεραμινάσις (-ase from Kath. -άσις, itself extracted from διά-στα-σις)
  • Lipoic acid: Λιπικὸν(not Λιποϊκὸν) Ὀξύ
  • Amino acid: Ἀμινοξύ
  • Zwitterion: Ἀμφίδιον
  • Peptide: Πεπτίδιον
  • Alanine (Aldehydanine): Ἀλανίνη (Ἀλαφυδανίνη)
  • Olefin: Ἐλαιοποιίνη
  • Tannin: Δεψίνη
  • Kerosene: Κηρήνη (ὁ κηρὀς)
  • Paraffin: Λειποσυμφυΐνη
  • Carotene: Καρωτήνη
  • Adrenaline: Ἐπινεφρίνη
  • Noradrenaline: Ἐτεοεπινεφρίνη (adrenaline and epinephrine are occasionally interchangeable)
  • Enantiomer (<-AGreek Ἐναντίον "versus (adverb)" + μέρος (τό) "part"): Ἐναντιομερές
  • Enantiomer self-disproportionation: Ἐναντιομερικὴ Ἰδιοδυσαναλόγησις
  • Enantiopurity: Ἐναντιοκαθαρότης
  • Nonsuperimposability: Mὴ-Ὑπερθεσιμότης
  • Tartrate (τάρταρον): Ταρταρ-ᾶτον, -άτιον
  • Glucose: Γλευκόση

Ἀνόργανος Χημεία

edit
  • Inorganic Chemistry: Ἀνόργανος Χημεία
  • Metal Chemistry: Μεταλλοχημεία
  • Amalgam (Arabic word coming from AGreek Μάλαγμα "able to be kneaded"): Ἀμάλγαμα
  • Alloy: Κρᾶμα (κεράννυμι)
  • Seed crystal (Impfkristall): Ἐνδοκρύσταλλος

Καθαρὰ καὶ Ἐφηρμοσμένα Μαθηματικά

edit

English (US), French, German, Recent Latin, Atticist Greek, Standard Modern Greek:

  • Integration | Intégration | Integration | Integratio | Ἀκεραίωσις, Ὁλοκλήρωσις | Ολοκλήρωση
  • Differentiation | Différentiation | Differentiation | Differentiatio | Διαφόρισις | Διαφόριση
  • Co-Sine | Co-Sinus | Co-Sinus- | Co-Sinus | Συν-Ἡμίτονον | Συν-Ημίτονο
  • Co-Secant | Co-Sécante | Co-Sekans- | Co-Secans | Συν-Τέμνουσα (συνάρτησις) | Συν-Τέμνουσα
  • Co-Tangent | Co-Tangente | Co-Tangens- | Co-Tangens | Συν-Ἐφαπτομένη | Συν-Εφαπτομένη
  • Coordinates | Coordonnées | Koordinaten | Coordinata | Συντεταγμέναι | Συντεταγμένες
  • Abscissa | Abscisse | Abszissenachse | Abscissa | Τετμημένη | Τετμημένη
  • Ordinate | Ordonnée | Ordinatenenachse | Ordinata | Τεταγμένη | Τεταγμένη
  • Applicate | Cote (la) [not Côte] | Applikatenachse | Applicata | Κατηγμένη | Κατηγμένη
  • Separatrix | Separatrix | Separatrix | Separatrix | Διαχωρίζουσα | Διαχωρίζουσα
  • Determinant | Determinant | Determinante | Determinans | Καθορίζουσα | Ορίζουσα
  • Discriminant | Discriminant | Diskriminante | Discriminans | Διακρίνουσα | Διακρίνουσα
  • Scale | Échelle | Darstellung | Scala | Κλῖμαξ | Κλίμακα
  • Characteristic | Caractéristique | Charakteristik | Characteristica | Χαρακτηριστική | Χαρακτηριστική
  • Natural | Natürliche | Naturel | Naturalis | Φυσικός (ἀριθμός) | Φυσικός
  • Integer | Entier | Ganze | Integer | Ἀκέραιος | Ακέραιος
  • Irrational | Irrationel | Irrationale | Irrationalis | Ἄλογος, Ἄρρητος | Άρρητος
  • Imaginary | Imaginaire | Imaginäre (Einheit) | Imaginarius | Φανταστικός, Ἰνδαλματικός | Φανταστικός
  • Quotient | Quotient | Quotient | Quotiens | Πηλίκον (gen.: Πηλίκου) | Πηλίκον
  • Chain Rule | Règle de Dérivation en Chaîne | Kettenregel (die) | Regula Vincli | (τῆς) Ἀλύσου (ὁ) Κανών (root: κανον-) | Κανόνας της αλυσίδας
  • Contour Integration | Intégrale de Contour | Konturintegral / Wegintegral | Integratio Circumcaesuralis | Περιγραμμικὴ|Ἐπικαμπύλιος Ὁλοκλήρωσις | Επικαμπύλια Ολοκλήρωση
  • Contour | Contour (le) | Weg (der) | Via | Δρόμος | Δρόμος
  • Line Integration | Intégrale Linéaire | Linienintegral | Integratio Linealis | Γραμμικὴ Ὁλοκλήρωσις | Γραμμική Ολοκλήρωση
  • Curve Integration | Intégrale Curviligne | Kurvenintegral | Integratio Curbalis | Ἐπικαμπύλιος Ὁλοκλήρωσις | Επικαμπύλια Ολοκλήρωση
  • Path Integration | Intégrale de Chemin | Pfadintegral | Integratio Circuitalis | Ἀτραποῦ (cf. (ἡ) ἀτραπός "path") / Τρίβου (cf. (ἡ) τρίβος "path") Ὁλοκλήρωσις | Ολοκλήρωση κατά διαδρομές
  • Natural Logarithm | Logarithme Naturel | Natürlicher Logarithmus | Logarithmus Naturalis | Φυσικὸς Λογάριθμος | Φυσικὸς Λογάριθμος
  • Exponentiation | Exponentiation | Exponentiation | Exponenentiatio | Ἐκθετοποίησις | Εκθετοποίηση
  • Basis (Linear Algebra) | Base | Basis (Vektorraum) | Basis | Βάσις | Βάση
  • Base (Topology) | Base | Basis | Basis (Topologie) | Basis | Βάσις | Βάση
  • Singleton | Singleton | Singleton | Singulatium | Μονάς, Μονάδιον (Σύνολον) | Σύνολο με ένα στοιχείο
  • Unit/Unital | Unité/Unitale | Einheit/Unital | Unitàs, (Unitum?)/Unitalis | Μονάς/Μοναδιαῖος | Μονάδα/Μοναδιαίος
  • Unity/Unitary | Unité/Unitaire | Einheit/Unitäre | Unitàs/Unitarius | Μονότης/Μονοτικός | Μονάδα/Μοναδιαίος/Μοναδιακός
  • Infinity | Infini | Unendlichkeit | Infinitàs | Ἀπειρότης | Άπειρο
  • Category-theoretic Triple | Monade, Triade, Construction Fondamentale/Standard | Monade | Mona-s,-dis | Μονάς | Μονάδα
  • Topos | Topos | Topos | Topos | Τόπος | Τόπος
  • Category-theoretic Model | Modèle | Modell | Exemplar (neut.), (Modellum?) | Πρότυπον | Πρότυπο, Μοντέλο
  • Category-theoretic Theory [sic] | Théorie | Theorie | Theoría | Θεωρία | Θεωρία
  • Category | Catégorie | Kategorie | Categoría | Κατηγορία | Κατηγορία
  • Allegory | Allégorie | Allegorie | Allegoría | Ἀλληγορία | Αλληγορία
  • Topos-theoretic Cosmos | Cosmos | Kosmos | Cosm-os/-us | Κόσμος | Κόσμος
  • Category-theoretic Universe [mathematics] | Univers | Universum | Universum | (Ἑνότρεπτον?), Σύμπαν | Σύμπαν
  • Category-theoretic Skeleton | Squelette | Skelett (das) | Sceletus | Σκελετός | Σκελετός
  • Sieve | Crible (le) | Sieb (das) | Cribrum | Κόσκινον | Κόσκινο
  • Crible, Category-theoretic Sieve | Crible (le) | Sieb (das) | Cribellum | Κοσκίνιον | Κόσκινο, Κοσκινάκι
  • Screening [Interaction] | Écrantage (Italian: Scherma-|-to, -ggio) | Schirm (das) | Culiculare | Κεκοσκινισμ|ένος,α | Κοσκινισμ|ένος,α
  • Algebra (named after al-Khwārizmī's book "Al-Kitāb al-mukhtaṣar fī hīsāb al-ğabr wa’l-muqābala") | Algèbre | Algebra | Algebra | Ἐπανασύζευξις (rejoining), Ἀλγέβρα| Άλγεβρα
  • Algorithm (named after Muḥammad ibn Mūsā al-Khwārizmī) Ἀλγόριθμος
  • Set | Ensemble, Classe | Menge | Copia | Θημ-ών,-ῶνος)/Σύνολον | Σύνολο
  • Elementhood | Élémentité | Elementität | Elementitas | Ἰδιότης στοιχείου, Στοιχειότης | Ιδιότητα στοιχείου
  • Membership | Membrité? | Membrität?/Mitgliedschaft | Membritàs, Proprietàs Membri | Ἰδιότης μέλους, Μελότης | Ιδιότητα μέλους
  • Fuzzy subsethood | Sousensemblité floue? | Fuzzy-teilmengeschaft? | (Subcopietàs diffusa?) | Ἀσαφὴς ὐποθημωνότης/ὐποσυνολότης/ἰδιότης θημῶνος/ἰδιότης συνόλου | Ασαφής/Φάζι ιδιότητα υποσυνόλου
  • Superset | Surensemble | Übermenge | Supercopia | Ὑπερθημών/Ὑπερσύνολον | Υπερσύνολο
  • Class | Classe | Klasse | Classis | Κλάσσις | Κλάση
  • Coset | Classe suivant un sous-groupe, Classe Latérale | Nebenklassen | Classis Lateralis, Cocopia | Συνθετόν, Συσσύνολον, Συγκλάσσις, Συσσυλογή, Συνθημών | Σύμπλοκο
  • Group | Groupe | Gruppe (die) | Grex (masc.) | Ὁμάς | Ομάδα
  • Conductor (Ring Theory) | Conducteur | Konduktor | Conductor | Ἀγωγεύς | Αγωγός
  • Ring | Anneau | Ring (der) | Annulus | Δακτύλιος (ὁ) | Δακτύλιος
  • Field | Corps | Körper (der) | Corpus | Πεδίον/Σῶμα | Σώμα
  • Scalar Field | Champ Scalaire | Skalarfeld | Campus Scalaris | Κλιμακωτὸν Πεδίον | Βαθμωτό Πεδίο
  • Stack | Champ | Stack | Campus | Στοιβή/Πεδίον | Σωρός, Δέσμη, Πεδίο, Στοίβα (from Italian: Stiva)
  • Bundle | (Faisceau) | Bündel (das) | Fascis | Δέσμη/Φορμός | Δέσμη
  • Perverse Sheaf | le Faisceau Pervers | die Perverse Garbe | Fascis Perversus | τὸ Διεστραμμένον Δράγμα | το Διεστραμμένο Δράγμα
  • Coherent Sheaf | Faisceau Cohérent | Kohärente Garbe | Fascis Cohaerens | Συναφὲς Δράγμα | Συναφές Δράγμα
  • Gerbe | Gerbe (la) | Gerbe (die) | Tassus | Σωρός | Σωρός
  • Gradient | Gradient(e) | Gradient | Gradiens | Βαθμωτόν | Βαθμωτό
  • Variety | Variété | Varietät | Varietàs | Ποικιλότης, Πολλαπλότης | Πολλαπλότητα, Ποικιλία
  • Manifold | Variété | Mannigfaltigkeit | Multiplicatum | Πολύπτυχον | Πολλαπλότητα
  • Manyfold | (Multivariété) | (Manyfaltigkeit?) | Polyplicatum | Πολλάπτυχον | Πολυπολλαπλότητα
  • Supermanifold | Supervariété | Supermannigfaltigkeit | Supermultiplicatum | Σουπερπολύπτυχον | Υπερπολλαπλότητα
  • Hyperdimensionality | Hyperdimensionalité | Hyperdimensionalität | Hyperdimensionalitàs | Ὑπερδιαστατικότης | Υπερδιαστατικότητα
  • Brane | Brane | Brane | Brana | Βράνη | Βράνη
  • Complex | Complexe | Komplex | Complexum | Σύμπλοκον | Σύμπλοκο
  • Simplex | Simplexe | Simplex | Simplexum | Ἄπλοκον | Άπλοκο
  • Complex Number | Nombre Complexe | Komplexe Zahl | Numerus Complexus | Σύμπλοκος Ἀριθμός | Μιγαδικός Αριθμός
  • Collection | Collection | Kollektion | Collectio | Συλλογή | Σύνολο, Συλλογή
  • Ensemble | Ensemble | Ensemble | Copia, Ensemblum?, Insimile? | Σύνολον | Σύνολο
  • Idèle | Idèle (le) | Idel | Idelum | Ἰδέλιον | Ιντέλ
  • Étale (french word, usually left untranslated as in Japanese エタール [etaːɺu]) | Étale | Etal | Stallicus, Etalicus | Νηνεμικός (< νηνεμία), Ἐταλικός | Ετάλ
  • Family | Famille | Familie | Familia | Οἰκογένεια | Οικογένεια
  • Nerve | Nerf (der) | Nerv | Nervus | Νεῦρον | Νεύρο
  • Scheme | Schème | Schema | Schema | Σχῆμα | Σχήμα
  • Fiber | Fibre (la) | Faser | Fibra | Ἴς (ἡ) | Ίνα, Νήμα
  • Neighborhood | Voisinage | Umgebung | Vicinitàs | Γειτνίασις, Γειτονία | Γειτονία
  • Threshold | Seuil (le) | Schwelle (die) | Οὐδός | Κατώφλι
  • Operad | Opérade | Operade | Opera-s,-dis | Τελεστάς (τῆς Τελεστάδος) | Οπεράδα
  • Contragredient | Contragredient(e) | Contragredient | Contragrediens | Ἀντιβαθμωτικός | Αντιβαθμωτικός
  • Domain [=Universe of Discourse] | Domaine (le) | Domäne (das) | Dominium | Πεδίον | Πεδίο
  • Domain [of Definition] | Ensemble de Définition | Definitionsbereich, Definitionsmenge | Dominium Definitionis | Πεδίον Ὁρισμοῦ | Πεδίο Ορισμού
  • Domain [Ring-theoretic] | Domaine (le) | Domäne (das) | Dominium | Πεδίον/Περιοχή | Περιοχή
  • Region | Région | Gebiet (das) | Regio | Ἐπικράτεια | Περιοχή
  • Covering | Revêtement | Überlagerung | Coopertio | Κάλυψις | Κάλυψη
  • Map | Application? | Abbildnung (Dutch: Afbeelding) | Figura, Mappa? | Ἀπείκασμα | Απεικόνιση
  • Mapping | Application? | Abbildnung | Figuratio | Ἀπεικόνισις | Απεικόνιση
  • Embedding | Plongement | Einbettung | Imbutio | Ἐμβύθισις | Εμβάπτισμα
  • Chart | Charte (ls) | Karte (die) | Carta | Χάρτης | Χάρτης
  • Atlas | Atlas | Atlas | Atlas | Ἄτλας | Άτλαντας
  • Gauge | Jauge (la) | Eich | Gradus (masc.), Calibra | Βαθμίς | Βαθμίδα
  • Stalk | Tige (la) | Halm (der) | Scapus (masc.), Tibia | Μίσχος (ὁ) | Μίσχος
  • Germ | Germe (le) | Keim (der) | Germen | Σπέρμα | Σπόρος
  • Heap | le Tas | das Haufen | Adger (masc.), Agger, Strues (fem.) | Θωμός | Σωρός
  • Flabby Presheaf | le Préfaisceau Flasque | die Schlaff Prägarbe | Praefascis Flaccidus | Πλαδαρὸν Παρόσδραγμα (Aeolic: πάρος "before" <- PIE */prh₂ós/) | Πλαδαρό Πρόδραγμα
  • pro/prae/post/meta/semi/hemi | pro/pré/post/méta/sémi/hémi | pro/prä/post/meta/semi/hemi | pro/prae/post/meta/semi/hemi | προ/πάρος/πεδά/μετά/σημί|ἡμί/ἡμί | προ/προ/μετά/μετά/ημί/ημί
  • super/hyper/trans/supra/ultra | super/hyper/trans/supra/ultra |super/hyper/trans/supra/ultra | super/hyper/trans/supra/ultra | συπέρ/ὑπέρ/ὑπερδιά/ὑπέρ/ὑπέρ | υπέρ|σούπερ/υπέρ/υπέρ/υπέρ/υπέρ|ούλτρα
  • up to/down to | (à (quelque chose) près/jusque près?) | (oben nach/runter nach?) | (ex/ad?) | ἐξ/ἕως | από/μέχρι
  • Semigroupoid | Sémigroupoide | Semigroupoide | Semigregoide-s,-i | Ἡμιομαδοειδές | Ημιομαδοειδές
  • Lattice | Treillis (le) | Verband (der) | Cratis (fem.) | Πλέγμα | Πλέγμα, Κιγκλίδωμα
  • Sexy Prime | Premier Sexy | Sexy Primzahl | Primus Sexius | Ἕξιος Πρῶτος | Σέξι Πρώτος
  • Squag | Squag | Squag | Squagum | Σκουάγιον | Σκουάγκ
  • Sloop | Sloop | Sloop | Slupum | Σλούπιον | Σλουπ
  • Quark | Quark | Quark | Quarkum | Κουάρκιον | Κουάρκ
  • Magma | Magma | Magma | Magma | Μάγμα | Μάγμα
  • Affine | Affine | Affiner | Affinis | Ὁμοπαράλληλος | Αφφινικός, Ομοπαραλληλικός
  • Spinor | Spineur | Spinor | Turbor | Στρόφ-ωρ,-ορος | Σπίνορας
  • Flow | Écoulement | Fluss (das), Fließen (das) | Fluxio | Ῥοή | Ροή
  • Fluxion | Fluxion (la) | Fluxion | Fluxio | Ῥεῦσις | Ροή
  • Flux | Flux (le) | Fluss (der) | Fluxus | Ῥεῦμα | Ροή, Ρεύμα
  • Current | Courant | Strom | Fluxio | Ῥεῦμα, Ῥέον | Ρεύμα
  • Torsion | Torsion | Torsion | Torsio | Στρέψις | Στρέψη
  • Torsion Field | Champ de Torsion | Torsionfeld | Campus Torsionis | Πεδίον Στρέψεως | Πεδίο Στρέψης | Russian: Торсионные Поля
  • Torsor | Torseur | Torsor | Torsor | Στρέψωρ | Τόρσορας
  • Vector | Vecteur | Vektor | Vector | Ἁνύστ-ωρ,-ορος, Ἁνυστής | Διάνυσμα, Άνυσμα
  • Proper Vector | Vecteur Propre | echter Vektor | Vector Proprius | Ἐτεανύστωρ (Ἐτεός "actual") | Γνήσιο Διάνυσμα
  • Pseudovector | Pseudovecteur | Pseudovektor | Pseudovector | Ψευδανύστωρ | Ψευδοδιάνυσμα
  • Tensor | Tenseur | Tensor | Tensor | Τανύστ-ωρ,-ορος, Τανυστής | Τανυστής
  • Holor | Holeur | Holor | Holor | Ὅλωρ | Όλορας
  • Curve | Courbe | Weg (der) | Curba | Καμπύλη | Καμπύλη
  • Stochastic | Stochastique | Stochastik | Stochasticus | Στοχαστικός | Στοχαστικός
  • Stoquastic | Stoquastique | Stoquastik | Stoquasticus | Στοκουαστικός | Στοκβαστικός
  • Quantum | Quantum | Quant | Quantum | Ἀμέριστον, Κουᾶντον | Κβάντο
  • Average | Moyenne | Mittelwert | (Terminus) Medianus | Μέσος (Ὅρος) | Μέσος
  • Martingale | Martingale | Martingal (das) | Martingalum | ὁ Χαλινός | Μάρτιγκελ
  • Median | Médiane | Median | (Aestimatio) Mediana | Μέση (τιμή) | Μέση
  • Correlation | Corrélation | Korrelation | Correlatio | Συσχέτισις | Συσχέτιση
  • Perturbation | Perturbation | Störung | Perturbatio | Διατάραξις | Διαταραχή
  • Fractal | Fractale (la) | Fraktal | Forma Fractalis | Σχῆμα Κλαστικόν | Φράκταλ/Μορφοκλασματική Μορφή
  • Ergodicity | Ergodicité | Ergodizität | Ergodicitàs | Ἐργοδικότης | Εργοδικότητα
  • Coercivity | Coercivité | Coercivität | Coercivitàs | Ἐξαναγκαστικότης | Mathematics: Εξαναγκαστικότητα, Physics: Απομαγνητιστικότητα or Συνεκτικότητα
  • Superstring | Supercorde | Superstring | Supercorda | Σουπερχορδή, Ὑπερχορδή | Υπερχορδή
  • Homilia String | Corde Homiliaque | Homiliker String | Corda Homiliaca | Ὁμιλικὴ Χορδή | Ομιλιακή Χορδή
  • Loop Quantum Gravity | Gravitation quantique à boucles | Schleifenquantengravitation | Gravitàs Ansularum Quantalis | Ἀμέριστη/Κουαντικὴ Βαρύτης Βρόγχων | Κβαντική Βαρύτητα Βρόχων
  • Quantum Thread | Fil Quantale (le) | (der Quanten-Garn?) | Filum Quantale | Ἀμεριστικὸν/Κουαντικὸν Νῆμα | Κβαντική Κλωστή
  • Spacetime Weave | Tissage d'Espace-temps | Raum-Zeit-Weben (das) | Textus Spatiotemporalis | Χωροχρονικόν Πλέγμα | Χωροχρονικό Πλέγμα
  • Gluon | Gluon | Gluon | Gluon | Γλοιόνιον | Γλοιόνιο, Γκλουόνιο
  • Shielding | Blindage | Abschirmung | Tegmentum, (Armoratio?) | Θωράκισις | Θωράκιση
  • Rank | Rang (le) | Rang | (Rangus?) | Βαθμός | Βαθμός
  • Order | Ordre | Ordnung | Ordus | Τάξις | Τάξη
  • Norm | Norme | Norm | Norma | ὁ Κανών (Κανον-), (Νορμή?) | Νόρμα
  • Echelon | Échelon | Stufe, Treppe | Scala | Κλῖμαξ | Επίπεδο, Κλίμακα | Polish: Schody
  • Matrix | Matrice | Matrix | Matrix | Μήτρα, Πίναξ | Πίνακας
  • Resultant | le Résultant | die Resultante | Resultantum | Ἀποβανον | Ἀπορρέoν
  • Composite Number | Nombre Composé | Zusammengesetzte Zahl | Numerus Compositus | Σύνθετος Ἀριθμός | Σύνθετος Αριθμός
  • Surreal Number | Nombre Surréel | Surreale Zahl | Numerus Surrealis|Sursumrealis | Ὀναπραγματικὸς Ἀριθμός (Aeolic: ὄν, ὄνα (upon)) | Σουρρεαλιστικός Αριθμός
  • Superreal Number | Nombre Superréel | Superreale Zahl | Numerus Superrrealis | Σουπερπραγματικὸς Ἀριθμός | Σουπερπραγματικός Αριθμός
  • Hyperreal Number | Nombre Hyperréel | Hyperreale Zahl | Numerus Hyperrealis | Ὑπερπραγματικὸς Ἀριθμός | Υπερπραγματικός Αριθμός
  • Transreal Number | Nombre Transréel | Transreale Zahl | Numerus Transrealis | Παροσπραγματικὸς Ἀριθμός | Υπερπραγματικός Αριθμός
  • Net | Réseau (le) | Netz (das) | Rete (neut.) | Δίκτυον | Δίκτυο
  • Period | Période (la) | Periode (die) | Periodus | Περίοδος (ἡ) | Περίοδος
  • Ideal | Idéal | Ideal (das) | (Subcopia) Idealis | Ἰδεῶδες | Ιδεώδες
  • Module | Module (le) | Modul | Modulus | Ἄρθρον, Μόδιος | Μόδιος
  • Modulus | Modulus (le) | Modulus | Modulus | Μέτρον, (Τροπάριον?) | Μέτρο
  • Modular [Form/Function] | Forme/Application Modulaire | Modular-form/funktion | Forma/Functio Modularis | (Τροπαρικὴ Μορφή/Συνάρτησις | Μετρική|Μοδιακή Μορφή/Συνάρτηση
  • Moduli space | Espace de modules | Modulraum | Spatium Modulorum | Χῶρος Μοδίων | Χώρος Μοδίων
  • Metric [Distance] | Metrique (la) | Metrischer (Raum) | Metrica | Μετρική | Μετρική
  • Operator | Opérateur | Operator | Operator | Τελεστής | Τελεστής
  • Poset | po-Ensemble | ho-Menge | po-copia | μδ-Σύνθετον/μδ-Σύνολον | μδ-Σύνολο
  • Multiverse [Mathematical Modeling] | Multivers | Multiversum | Multiversum | Πολύτρεπτον | Πολυσύμπαν
  • Omniverse [Mathematical Modeling] | Omnivers | Omniversum | Omniversum | Παντότρεπτον | (Παντοσύμπαν?)
  • BIon | BIon | BIon | BIon | ΒΙ-όνιον | Μπι-όνιο
  • Dressing [of an operator] | Habillé, Vêtu | Kleidung (die), Bekleidet | Indutus, (Vestatio?) | Εἷμα, Ἔνδυσις | Ντύμα, Ένδυσις
  • Action | Action | Wirkung | Actio | Δρᾶσις | Δράση
  • Αnsatz | Αnsatz | Αnsatz | Attemptatio | Πείρασις ("attempt"), Προσέγγισις ("approximation") | Άνζατς
  • Null-/Positiv-/Negativ-stellensatz: Θεώρημα Μηδενικόν/Θετικόν/Ἀρνητικόν

Other terms:

  • Hauptvermutung: Κυρία Εἰκασία
  • Matroid: Μητροειδές
  • Adjoint / Forgetfull Functor: Ἐπισυμφυὴς / Ἐπιλήσμων Συναρτητής
  • Triangulation: Τριγωνοποίησις
  • Clopenness: Κλ-ἀνοικτότης
  • Homomorphism: Ὁμομορφισμός
  • Diffomorphism: Ἀνομομορφισμός, Διαφομορφισμός (not a proper compound word, but an admixture of morphemes)
  • Homeomorphism: Ὁμοιομορφισμός
  • Diffeomorphism: Ἀνομοιομορφισμός, Διαφοιομορφισμός (not a proper compound word, but an admixture of morphemes)
  • Anholonomicity: Ἀνολονομικότης
  • Distributivity: Ἐπιμεριστικότης
  • Associativity: Προσεταιριστικότης
  • Commutativity: Μεταθετικότης
  • Addition: Πρόσθεσις
  • Subtraction: Ἀφαίρεσις
  • Multiplication: Πολλαπλασίασις
  • Division: Διαίρεσις
  • Concatenation: Συναλύσωσις

Σύγχρονος Εὐκλείδειος Γεωμετρία

edit
  • Par Excès et par Défaut: Κατἔλλειψιν καὶ καθὐπερβολήν
  • Homoclinic Orbit: Ὁμοκλινὴς Τροχιά (Τροχιά is MedGreek for Orbit <- Koine Τροχός "wheel")
  • Orthicity: Ὀρθικότης
  • Pedal Triangle: Ποδικὸν Τρίγωνον
  • Cross Ratio: Λόγος Τομῶν
  • Gnomonic Projection: Γνωμονικὴ Προβολή
  • Reciprocity: Ἀμοιβαιότης
  • Dilatation: Διαστολή
  • Concurrent cevian line: Συγκλίνουσα τσεύϊος εὐθεῖα (pl. Συγκλίνουσαι τσεύϊοι εὐθεῖαι)
  • Affine collineation: Ὁμοπαράλληλος συγγραμμικότης
  • Antisimilitude: Άνθομοιότης
  • Coaxially: Ὁμαξονικῶς
  • Exradius: Ἐξακτ-ίς|-ῖνος
  • Envelope: Περιτύλιγμα
  • Convexity: Κυρτότης
  • Tesselation: Ψηφίδωσις
  • Tri-sector of Angles: Τρισ-τομεύς Γωνιῶν
  • Tri-tangent Circle: Τρισ-εφαπτομενικός Κύκλος
  • Quod Fieri Nequit: ὅπερ οὐ δύναται γενέσθαι

Οἰκονομία

edit
  • Econometry (short for Economiometry): Οἰκονομετρία (short for Οἰκονομιομετρία)
  • Contrarian Investing: Ἀντιθετικὴ Ἐπένδυσις
  • TGARCH Model: Πρότυπον Οὐδικῆς Αὐταναδρομικῆς Ὑφοριακῆς Ἑτεροσκεδαστικότητος
  • Surplus|Deficit Counter-cyclicity: Ἀντικυκλικότης Πλεονασμάτων|Ἐλλειμμάτων
  • Derivatives (Derivative products): Παράγωγα (Παράγωγα προϊόντα)
  • By-product: Παραπροϊόν
  • Public Finance: Δημοσιονομία
  • Fiscal Policy: Ταμιειακαὶ Προαιρέσεις
  • Reserve Fund: Ἀποθεματικὸν Ταμιεῖον
  • Counter-loan: Ἀντιδάνειον
  • Interest: Τόκος (ὁ)
  • Interest Rate: Ἐπιτόκιον
  • Budget: Προϋπολογισμός
  • Scarcity: Σπάνη
  • Sharing: Συμμερισμός

Φιλοσοφία

edit
  • Pyrrhonism: Πυρρωνισμός (Pyrrhonians: οἱ ἀμφὶ Πύρρωνα)
  • Individualism: φιλιδιωτεία† (Individualists: οἱ ἰδιωτείαν φρονοῦντες)
  • Ego(t)ism: φιλαυτία
  • Collectivism: φιλάθροισις† (Collectivists: οἱ ἄθροισιν φρονοῦντες)
  • Altruism: φιλογειτονία†
  • Objectivism (Ayn Rand's term): Ἀντικειμενισμός, Objectivists: οἱ ἀμφὶ Αἲν Ῥάνδ
  • Existentialism: Ὑπαρξισμός
  • Phenomenlogy: Φαινομενολογία
  • Self-ownership / Self-determination: Αὐτοκτησία / Αὐτοκαθόρισις - Αὐτοδίαθεσις
  • Communitarianism: Κοινοτικισμός
  • Individuation: Ἀτομίκευσις, τὸ γίγνεσθαι καθ’ ἑκάστου
  • Realism: Πραγματοκρατία†, Πραγματισμός† (Realists: οἵ τι εἶναι φάσκοντες)
  • Rationalism: θεωρητισμός
  • Empirism: ἐμπειρισμός
  • Idealism: ἰδεϊσμός†, ἡ ἀπὸ τῶν ἰδεῶν φιλοσοφίας μέθοδος (Idealists: οἱ ἀπὸ τῶν ἰδεῶν φιλοσοφούντων)
  • Materialism: ὑλισμός†, ἡ ἀπὸ τῆς ὕλης φιλοσοφίας μέθοδος (Materialists: οἱ ἀπὸ τῆς ὕλης φιλοσοφούντων)
  • In-sich-sein, être-en-soi: τὸ καθ’ αὑτὸ εἶναι
  • Für-sich-sein, être-pour-soi: τὸ αὑτοῦ χάριν εἶναι
  • Ding an sich: τὸ ὑποκείμενον (Arist., approximately)
  • Probability (Wahrscheinlichkeit): πιθανότης (plausibility), τὸ εἰκός (that which is probable)
  • Possibility (Möglichkeit): δύναμις (Arist.), τὸ σύμβαινειν δύνασθαι
  • Immanent-ism: Ἐμμενής (Kath.) - Ἐμμενισμός
  • Transcendental-ism: Ὑπερβατικός / Ὑπερβατικότης
  • Spontaneity: Aὐθορμητότης
  • Hermetism: Ἑρμητισμός
  • Ignorance: Ἄγνοια
  • Esotericism: Ἐσωτερισμός
  • Noumenon: Νοούμενον
  • Nihilism: Μηδενισμός (Nihilists: οἱ μηδὲν εἶναι φάσκοντες)
  • Relativism: Σχετικισμός (Relativists: οἱ πάντων μέτρον ἄνθρωπον φάσκοντες)
  • Etiology: Αἰτιολογία
  • Falsifiability: Διαψευσιμότης
  • Verifiability: Ἐπαληθευσιμότης
  • Structuralism: συστηματισμός
  • Poststructuralism: μετασυστηματισμός (post-structuralists: οἱ μετὰ τοὺς συστηματικούς)
  • Discipline/Branch of Epistemological : Πειθαρχία/Κλάδος τῆς Ἐπιστημολογίας
  • Speculativity: Πειραστικότης
  • Prediction: Πρόρρησις
  • Postdiction (Retrodiction): Ἐπἰρρησις
  • Transcendental Illusion: Ὑπερβατικὴ Ψευδαισθησία
  • Deconstructionism: Ἀποικοδόμησις, Ἀποδόμησις
  • Geistwissenshaft / Naturwissenschaft: Πνευματογνωσία / Φυσιογνωσία
  • Geistforschung / Naturforschung: Πνευματοδίφεια / Γνωσιοδίφεια (διφῶ "enquire")
  • Contingency: Συμβεβηκότης
  • Facticity: Γεγονότης
  • Consilience: Συναλμάτωσις

Μάρξ (Marx)

edit
  • Surplus value: Ὑπεραξία

Φρεῦδος (Freud)

edit
  • Freud(ian)ism: Φρευδ(ικ)ισμός (Freudians: οἱ ἀμφὶ Φρεύδου)
  • Libido: Ἐρωτολαγνεία, Ἐπιθυμία
  • Destrudo: Καταστροφολαγνεία
  • Mortido: Θανατολαγνεία

Εἱδέγγρης (Heidegger)

edit
  • In-der-Welt-sein: Εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ
  • Sein-zum-Tode: Εἶναι πρὸς τὸν θάνατον
  • Mitsein: Εἶναι κάσι (or Εἶναι ὁμοῦ)
  • Destruktion: Ἀποδόμησις
  • Dasein (Fr.: Être-là): Εἶναι προκειμένως, Εἶναι ἐν προκειμένῳ, Ἐνθαδεῖναι, Εἶναι ἐνθάδε
  • das Zeug: Ἐξάρτυσις
  • Zuhanden-heit: Ἀγχιετοιμότης
  • Apophantic: Ἀποφαντικός
  • das Man (Fr.: On): Ἔνι τις (coined word composed of ἐνι- "some" and τίς "who, someone")
  • Sorge: Ἐνδιαφέρον?
  • Ereignis: Ἐγκτησία?
  • Lichtung: Διαφώτισις
  • Erschlossenheit: Ἀποκάλυψις
  • die Kehre: Στροφή, Ἀναστροφή
  • Worlhood: Κοσμότης

Καστοριάδης

edit
  • Self-administration(management): Aὐτοδιαχείρισις
  • Ensidique (ensembliste-identitaire): Συνολοταυτοτικός (συνολικός-ταυτοτικός)
  • Autonomy: Αὐτονομία
  • Self-deception: Αὐταπάτη
  • Self-alienation: Αὐταλλοτρἰωσις
  • Radical imaginary/social: Ῥιζικὸν φαντασιακόν/κοινωνικόν

Ψυχολογία

edit
  • Cognition: Γνωστικότης
  • Consciousness: Συνείδησις
  • Sentience: Αἰσθητικότης
  • Repression: Καταστολή, Ἀπώθησις (grc -> el-kath: semantic shift)
  • Impulse: Παρόρμησις
  • Entheogeny: Ἐνθεογένεια
  • Flow/Zone: Pοή/Ζώνη

Ψυχιατρική

edit
  • Delirium: Παραλήρημα
  • Paranoid Schizophrenia: Παρανοειδὴς Σχιζοφρένεια

Κοινωνικαὶ Ἐπιστῆμαι

edit
  • Class: Τάξις
  • Ethology: Ἠθ(ε)ολογία (Ἦθος (τό) "custom")
  • Ethogenics: Ἠθογονική
  • Cliodynamics: Κλειωδυναμική
  • People Studies: Λεωγραφία, Λαογραφία, Λεωλογία
  • Ethnology: Ἐθν(ε)ολογία (not Ἐθνολογία)
  • Sociodynamics: Κοινωνιοδυναμική
  • (Mi-)Memetics: (Μι-)Μημετική (μημ-(short for μιμ-ημ-) and -ετ-ική (cf. Γενετική); ε originally the final phoneme of the lexeme γένε-)
  • Meme: Μήμιον, Μημίδιον
  • Memome: Μήμωμα
  • Memetics: Μημετική
  • Public Opinion: Κοινὴ Γνώμη
  • Gossip: Σπερμολογία ("rumor-mongery", lit. "seed-snitching"), Ψιθυρισμός ("whispering"), Διαβολἠ ("slander"), Συκοφαντία ("sycophancy"), Φημοδιάδοσις (coined: "rumor-spreading")
  • Ideology: Ἰδεολογία|Ἰδεαλογία
  • Public Sandbox of Ideas: Κοινὴ/Δημοσία Ἀμμοδόχος Ἰδεῶν
  • Gemeinschaft / Gesellschaft: Κοινότης / Κοινωνία
  • Citizen / Civilian: Πολίτης / Ἰδιώτης
  • Ersatzideologie ("ersatz ideology"): Ὑποκατάστατος Ἰδεολογία

Ἱστορία

edit
  • Whigs (faction): Οὑΐγοι (φατριά)
  • Industrial (ultimately from Old Latin Indostruus "diligent") Revolution/Era: Βιοπονικὴ? (Atticization of Kath. Βιομηχαν- (see discussion)) Ἐπανάστασις/Ἐποχή (if Βιομηχαν- is used, there might be confusion with <Biomechanical>)
  • Colonalization: Ἀποίκισις (Kath.)
  • Crown Dependencies: Χῶραι ὑποτελεῖς τοῦ Στέμματος (<- στέφω)
  • British overseas territories: Βρεττανικαὶ ὑπερπόντιοι κτήσεις/Βρεττανικὰ ὑπερπόντια ἐδάφη
  • Trench warfare: Πόλεμος Χαρακωμάτων/Ὀχυρωμάτων
  • Axis Powers: Δυνάμεις τοῦ Ἄξωνος
  • Shoah (Hebrew: שואה): Ὄλεθρος, Πανωλεθρία (Attic), Ὁλοκαύτωμα (strictly Kath.)
  • Electrocuting: Ἠλεκτραποκτείνειν
  • Nuclear/Atomic Age: Πυρηνικὴ/Ἀτομικὴ Ἐποχή

Πολιτική

edit
  • Ochlocracy: Ὀχλοκρατία
  • Feudalism (ultimately from P.Gmc. *<faih-itha> "hostil-ity"): Φευδαρχία [φεῦδον "feud"]
  • Nationalism: Ἐθνικισμός (-ικ- may be used to give a negative connotation)
  • Theo-Conservatism: Θεο-Συντηρητικισμός
  • Keynsianism (named after John Maynard Keynes): Κεινσιανισμός
  • Laisser Faire/Passer: Ἐλευθερία Συναλλαγῶν/Εἰσόδου
  • Capitalism: Κεφαλαιοκρατία
  • Socialism: Κοινωνικοκρατία
  • Statism: Κρατισμός
  • Interventionism: Παρεμβατισμός
  • Protectionism: Προστατευτισμός
  • Paternalism: Κηδεμονιοκρατία
  • Monetarism: Νομισματοκρατία
  • Communism: Κοινοκτημονοκρατία
  • Syndicalism: Συνδικοκρατία
  • Constitutionalism: Συνταγματισμός
  • Democratism: Δημοκρατικισμός
  • Individualism: Ἀτομικισμός
  • Liberalism: Φιλελευθεροκρατία
  • Libertarianism: Ἐλευθεριοκρατία
  • Republicanism: Κοινοπολιτειοκρατία? or Κοινοπραγμονοκρατία? (Respublica has the standard ell translation Δημοκρατία; alternative renditions may be Κοινοπολιτεία (Eccl. Greek and Kath. for "commonwealth"), or Κοινοπραγματεία (coined calque), or Κοινοπραγμοσύνη "common-thing-doer-ship")
  • Antidisestablishmentarianism: Ἀντιαποκαθεστωτικισμός (analysis: Anti-dis-establish-ment-arian-ism: Ἀντι-απο-καθἐστ-ωτ-ικ-ισμός; each word has 6 lexemes; καθἐστωτ- is the stem of the past participle of καθίστημι: καθεστώς)
  • Authoritariansim: Αὐθεντιοκρατία (from αὐθεντία "authority")
  • Totalitarianism: Ἀπολυταρχία (Kath.)
  • Nazism: Ἐθνοκοινωνικοκρατία
  • Arianism: Ἀριανισμός (Skt. <आर्य ā́rya> "noble" and -αν- Byz. suffix from Latin -an-)
  • Fascism: Φορμισμός (<- AGreek φορμός), Φασκισμός (<- Latin fascis)
  • Xenophobia: Ξενοφοβία
  • Genocide: Γεν(ε)οκτονία
  • Ethnocide: Ἐθν(ε)οκτονία
  • Ethnic-cleansing: Ἐθν(ε)οκάθαρσις
  • Radicalism: Ῥιζοσπαστισμός ("root-breaking")
  • Sexism: Φυλοκρατία (φῦλον "gender"), Σεξισμός
  • Racism: Φυλετοκρατία (φυλέτης <- φυλή), Ῥασισμός
  • Masculinism: Ἀρρενοκρατία (Attic), Ἀρσενοκρατία (Koine)
  • Feminism: Θυλεοκρατία
  • Ageism: Ἡλικιοκρατία (Ἡλικία <- Ἧλιξ)
  • Speciesism: Εἰδ(ε)οκρατία
  • Liberal intergovernmentalism: Φιλελεύθερος Διακυβερνητισμός
  • Supranationalism: Περανεθνισμός (πέραν "beyond")
  • Internationalism: Διεθνισμός
  • Maxarchism: Πλεοναρχισμός
  • Minarchism: Μειοναρχισμός
  • Meritocracy: Εὐνοικρατία
  • Collaborationism: Συνεργατισμός
  • Euroscepticism: Εὐρωποσκεπτικισμός
  • Epistemocracy: Ἐπιστημοκρατία
  • Corporatocracy: Σωματειοκρατία
  • Minoritarianism: Μεινοτικοκρατία
  • Caliphatism: Χαλιφατισμός (from Byz. Greek: χαλιφᾶτον)
  • Dhimmitude: Διμμιοσύνη
  • Narcocleptocracy: Ναρκοκλεπτοκρατία (νάρκη + κλέπτης <- κλέβω)
  • Narcoterrorism: Ναρκοτρομοκρατία
  • Ecoterrorism: Οἰκοτρομοκρατία
  • Republic: Πολιτεία
  • Commonwealth (Sp.: Estado libre asociado): Κοινοπολιτεία (same meaning in Erud. Gr. as in Kath.)
  • Common Ownership: Κοινοκτημοσύνη (Kath.: κοινός "common" + -κτήμων (root: κτημο(ν)-) "owner" + -σύνη "-ship")
  • Associated State (Sp.: Estado asociado): Συνεταιρική Πολιτεία
  • Gallup: Δημοσκόπησις
  • Politician: Πολιτευτής / Πολιτικός
  • Intelligentsia: Διανόησις
  • Radical: Ῥιζορηκτικός

Γλωσσολογία

edit
  • Ausbausprache: Γλῶσσα-Ἀνάπτυγμα?
  • Abstandsprache: Ἀπoστασιακὴ Γλῶσσα?
  • Dachsprache: Γλῶσσα-Ὀροφή?
  • Sprachbund: Γλωσσοδεσμός
  • Sprachraum: Γλωσσοζώνη/Γλωσσόχωρος
  • Superstratum: Ὑπέρστρωμα
  • Substratum: Ὑπόστρωμα
  • Adstratum: Παράστρωμα
  • Mutual intelligibility: Ἀλληλοκαταληπτότης
  • Signifier: Σημαῖνον
  • Signified: Σημαινόμενον
  • Phoneme: Φώνημα
  • Phone: Φῶνον|Φωνόν (but not φωνοῦν), Φωνητόν
  • Anudātta: (Βεδική) Βαρεία
  • Retroflex: Ἀνακεκαμμένος (<- καμπ- "bend" -μέν-ος)
  • Labiovelar: Χειλεϋπερωικός
  • Tagmemics: Ταγμημική
  • Sememe: Σήμημα
  • Lexeme: Λέξημα
  • Allophone: Ἀλλόφωνον
  • Allomorph: Ἀλλόμορφον
  • Behavioreme (Pike's Theory): Συμπεριφόρημα (Συμ-περιφορ-: lexematic translation of French "com-portement")
  • Uttereme (Pike's Theory): Ἐκφώνημα
  • Semiotics: Σημειωτική
  • Generative-Transformational Grammar: Γεννητικὴ-Μετασχηματιστικὴ Γραμματική (Tέχνη/Ἐπιστήμη)
  • Minimalism: Ἐλαχιστικισμός
  • Optimality: Βελτιστότης
  • Stylistics: Ὑφ(ε)ολογία
  • Sprachgefühl: Γλωσσικὸν Αἴσθημα

Πολιτισμὸς καὶ Τέχναι

edit
  • Civilization (Material): Πολιτισμός (Ὑλικός)
  • Culture (Intellectual): Καλλιέργεια (Διανοητικἠ), Πολιτισμός (depending on context)

Ἀρχαιολογία

edit
  • Archaeological culture: Ἀρχαιολογικὸς Πολιτισμός
  • Midden (from Danish Mødding): Ὀνθόλοφος (Ὄνθoς (ὁ) "dung")

Οἰκοδομαί

edit
  • Building: Οἰκοδομή
  • Henge (from ProtoGermanic */xang-/): Ἑγγή (Morph.-Phonol. Atticization), Ἄρτημα (actual translation)
  • Basilica with Dome: Βασιλικὴ Στοὰ μετὰ Θόλου
  • Villa: Ἔπαυλις (ἡ)
  • Tower: Τύρρις (ἡ) (Attic), Τύρσις (Koine)
  • Palace: Ἀνάκτορον
  • Skyscraper: Οὐρανοξύστις Οἰκοδομή (γεν.: τῆς Οὐρανοξύστιδος Οἰκοδομῆς) [Atticization of Οὐρανοξύστης which is Katharevousianization of Skyscraper; -τις is femin. of -της]

Θρησκειολογία

edit
  • Religion: Θρησκεία
  • Religious Studies (study of Religion as an Anthropological phenomenon): Θρησκειολογία (not to be confused with Θεολογία "study of Religion from the standpoint of a particular Dogma")
  • Reincarnation: Μετενσάρκωσις
  • Metempsychosis: Μετεμψύχωσις
  • Conversion: Προσηλύτισις (ἠλ(υ)- allomorph of the root ἐρχ-), Μεταστροφή
  • Religion's Origin: Θρησκείας Καταγωγἠ/Γενέθλη
  • Sacred (sometimes related to Totem): Ἱερόν, Σεπτόν (σεβ-)
  • Profane (sometimes related to Taboo): Ἱερόσυλον, Βλάσφημον, Ἀνίερον, Βέβηλον, Ἀσεβές
  • Heathenism/Animism/Idolatry: Παγανισμός (from Latin <paganus>)/Παμψυχισμός/Εἰδωλολατρία (not -εία; it is a parasynthesis: εἰδωλολάτρ-ης + -ία)
  • Wiccansim: Μαντευτική, Μαγγανική, Μαγεία
  • Clairvoyance: Χρησμῳδία
  • Esotericism/Mysticism/Gnosticism: Ἐσωτερικισμός/Μυστικισμός/Γνωστικισμός
  • Zoroastrianism: Ζωροαστρισμός
  • Karaite Judaism (קָרָאִים Qaraʾim): Ἀναγνωστικὸς Ἰουδαϊσμός
  • Apologetics: Ἀπολογητική
  • Diegetics: Διηγητική
  • Apophatics: Ἀποφατική
  • Homiletics: Ὁμιλητική
  • Liturgics: Λειτουργικἠ
  • Communio: Μετάληψις
  • Ascensio: Ἀνάληψις
  • Resurrectio: Ἀνάστασις
  • Apophatism: Ἀποφατισμός
  • Apologeticism: Ἀπολογητ(ικ)ισμός
  • Lutheranism: Λουθηρανισμός
  • Calvinism: Καλβινισμός
  • Anglicanism: Ἀγγλικανισμός
  • Episcoparianism: Ἐπισκοπικισμός
  • Evangelicalism: Εὐαγγελικισμός
  • Pentecostalism: Πεντηκοστικισμός
  • Fundamentalist Christianity: Θεμελιοκρατικὸς Χριστιανισμός
  • Reconstructionist Christianity: Ἀναδομητικιστικὸς Χριστιανισμός
  • Fanaticism: Ἀδιαλλακτισμός ("one's ideology being not changing his/hers positions"; root ἀλλαγ-), Μανικισμός (manic-ness), Φανατισμός (from Latin fanum "temple")
  • Cult: Λατρεία
  • Dominionism: Ἐπικρατειοκρατία (Ἐπικράτεια "dominion")
  • Heresiarchy: Αἱρεσιαρχία
  • Arianism: Ἀρειανισμός
  • Monophysitism: Μονοφυσιτισμός
  • Nestorianism: Νεστοριανισμός
  • Qur'anic hermeneutics: Κορανικὴ Ἑρμηνευτική
  • Sharia (شريعة Šarīʿah): Ἰσλαμικὸς Νόμος (lit. Ἀτραπὸς πρὸς τὴν πηγή)
  • Ascetism: Ἀσκητισμός
  • Hesychasm: Ἡσυχασμός
  • Filioque: καὶ (τὸ ἅγιον πνεῦμα) ἐκ τοῦ υἱοῦ (ἐκπορευόμενον)
  • Buddhabhāva (बुद्धभाव?): Εἰδητικότης
  • Madhyamaka (मध्यमक): Μέση Ὁδός
  • Tao (道 Dào): Ἀτραπός
  • Kami (神): Πνεύματα
  • Shintō (神道): Θεῶν Ἀτραπός
  • Sacred Chao (Discordianism): Ἱερὸν Χάος (Διχονοιοκρατία)
  • Rastafarianism (from Ge'ez ራስ (ras) ተፈሪ (tafari), meaning "caput horrendum?/κεφαλὴ δεινή?"): Ῥασταφαρισμός

Τεχνοτροπίαι

edit
  • Mannerism: Τεχνοτροπισμός
  • Impressionism: Ἐντυπωσισμός (not Ἐντυπωσιασμός which means "Impressiveness")
  • Expressionism: Ἐκφρασισμός
  • Fauvism: Ἀξεστικισμός (ἄξεστος "uncultured, wild")
  • Dadaism: Δαδαϊσμός (dada "Horse" in Russian babytalk)
  • Hyperrealism (Photographic Realism): Φωτογραφικὸς Πραγματισμός, Φωτοπραγματισμός, Ὑπερπραγματισμός
  • Surrealism (Oneiric Realism): Ὀνειρικὸς Πραγματισμός, Ὀνατικὸς (dialectic variation of Ὀνειρικὸς) Πραγματισμός?, Ὀναπραγματισμός (Ὄνα "sur-" in Aeolian; both ὄνα and ἀνά from ProtoGrk *<ἀν> "above" from PIE */h₂en/ "upwards")
  • Magic Realism: Μαγικὸς Πραγματισμός
  • Neorealism: Νεοπραγματισμός
  • Neonaturalism: Νεοφυσιοκρατία
  • Magic Realism: Μαγικὸς Πραγματισμός
  • Theater of Cruelty: Θέατρον τῆς Χαλεπότητος (or Ἀπηνείας)
  • Lehrstücke: Μαθητικὰ Δράματα
  • Defamiliarization(ism)/Alienation(ism)/Distanciation(ism): Ἀνοικειοποι(ητ)ικισμός / Ἀλλοτριοποι(ητ)ικισμός / Ἀποστασιοπoι(ητ)ικισμός

Μορφαί

edit
  • Textile Art: Ὑφαντουργία
  • Metal-smithery: Μεταλλοχοΐα
  • Metallurgy: Μεταλλολογία (not Μεταλλουργία )
  • Metalcraft / Metalwork: Μεταλλοτεχνία / Μεταλλουργία
  • Culinary Art: Γαστρονομία
  • Gardening: Κηπουρική
  • Agronomics: Ἀγρονομία, Γεωπονία (diligence of the terrene)
  • Forestry: Δασ(ε)ονομία, Δασ(ε)οπονία
  • Olfactory Art: Ὀσμονομία, Ὀσφρητική (Τέχνη)
  • Puppetry: Πλαγγονοποιία ("doll-making", "puppet(with moving parts)-making")
  • Decoration: Διακοσμητική
  • Shadow Play: Θέατρον Σκιῶν
  • Black Βox Τheater: Θέατρον Μελανὸς Κιβωτίου
  • Opera: Μελόδραμα
  • Animation: Κινηματοσχεδιογραφία
  • Cartoon Art: Κωμικογραφία, Γελοιογραφία, Σκεδιογραφία
  • Comics: Εἰκοναφήγησις, Ῥημεικονογραφία (Ῥῆμα means "utterance" as well, not only "verb"; -μο-, not -ματο-, as in σπερμο- & αἱμο-)
  • Comic Strip: Λωρογραφία (short for Λωρορρημεικονογραφία; λῶρον (Late Koine) "strip" <- lorum (Latin))

Μουσικὰ Ὄργανα

edit

Τὰ κλειδόφορα (Keyboards)

edit
  • Harpsichord: Κλειδοκύμβαλον, Ἁρπήχορδον, Harpsichordist: Κλειδοκυμβαλιστής
  • Piano Keyboard: Εὐαπόκριτον Κλειδοκύμβαλον ("well-responsive clavicembalo"), πίανον, Pianist: Πιανιστής
  • Organ: Ὄργανον, Organist: Ὄργανιστής

Τὰ χορδόφωνα (Strings)

edit
  • Violin: Βιολίον, Βιτυλίον, Violinist: Βιτυλιστής
  • Viola: Βιτύλη (from Latin Vitula), Violist: Βιτυλεύς
  • Violoncello: Βιολονίον (little violone), Cellist: Βιολονιεύς
  • Harp (<-Harfe): Ἅρπη, Harpist: Ἁρπεύς

Τὰ πνευματόφωνα (Winds)

edit
  • Saxophone (named after Adolphe Sax): Σαξόφωνον, Saxophonist: Σαξοφωνιστής
  • Oboe: αὐλὸς γαλλικός (Latin tibia Gallica), oboist: γαλλαυλητής
  • Clarinet: αὐλὸς μονοκάλαμος (Latin tibia unicalama), clarinettist: μονοκαλαμαυλητής
  • Flute: αὐλός, western transverse flute: αὐλὸς ἐγκάρσιος, flautist: ἐγκαρσιαυλητής
  • Bassoon/Fagotto: μέγας αὐλός (Latin tibia magna), bassoonist: μεγαλαυλητής
  • French horn/cor d'harmonie: σάλπιγξ γαλλική, horn player: γαλλοσαλπιγκτής
  • Trumpet: σάλπιγξ, trumpeter: σαλπιγκτής
  • Tuba: σάλπιγξ βαρύφωνος (Latin tuba gravisona), tuba player: βαρυφωνοσαλπιγκτής

Μουσικαὶ Τεχνικαί

edit
  • Modal Scale (Scala Modalis): Τροπικὴ Κλῖμαξ
  • Pitch Nuance, Timbre, Klangfarbe (these concepts seem synonymous): Χροιά Tόνου
  • Pitch Gradation: Διαβάθμισις Tόνου
  • Time Signature: Ὑπογραφὴ Χρόνου (Attic), Ὁπλισμός (literally "arming", Kath. sem. shift; it is mono-lexic (one word (lexis) for one notion))
  • Refunctioning (theater):
  • Interruption (theater):
  • Α cappella (Italian for In The Manner of The Church): Ἄνευ ὀργάνων

Ἀφηγηματικαὶ Τεχνικαί

edit
  • Storytelling/Narrative Art (in Western Culture most of its techniques are of AGreek or Anglosaxon Origin): Ἀφηγηματική
  • Trope (Literature): Τρόπος
  • Enclosure (Homer's technique in "Odyssey"): Ἐγκιβώτισις, Ἐγκιβωτισμός
  • In media res (another Homer's technique in "Odyssey"): Ἐν τῷ μέσῳ τῶν πραγμάτων
  • Deus ex machina (Euripides' technique): Ἀπὸ μηχανῆς θεός
  • Plot Twist: Ἀνατροπὴ πλοκῆς (Kath. sem. shift)
  • Flashback: Ἀναδρομή
  • Flashforward: Προδρομή
  • Forshadowing: Προμήνυσις
  • Red Herring (Modern Anglosaxon Mystery Fiction): Ἐρυθρὰ ἁρίγγη (Kath. from West Saxon hæring), Ἀποπλάνησις (abstract translation)

Αἰσθητικὴ Ὁρολογία

edit
  • Aesthetic Terminolgy (most of these terms are AGreek, Latin, Anglosaxon, and Japanese): Αἰσθητικὴ Ὁρολογία
  • Katharsis: Κάθαρσις
  • Kawaisa (可愛さ) "cuteness" / Kawaii (可愛い) "cute": ἡ Χάρις/ὁ Χαρίεις
  • Graceful (in Hagiography): Κεχαριτωμένος
  • Groovy (fuzzy musical term; etym. related to ProtoGermanic */grobo/ "ditch"): Ἐπἰχαρις/Χαρίεις (χαρ- is used in AGreek in slightly different forms to express different nuances)
  • Sublime (Latin "Sublimis"): Ὑπέροχον, Ἀνυπέρβλητον
  • Brilliant (oeuvre): Ἐναργές/Λαμπρὸν (ἔργον)

Γένη

edit
  • Genre (Theater, Music, Film, TV, Radio, Comics): Γένος (τό) (see also: Talk:Wp/grc/Μουσική)
  • Genre Studies: Γεν(ε)ολογία (not to be confused with "Γενεαλογία" Genealogy <- γενεά "generaration")
  • Pastorial (theme): Ποιμαντικόν (θέμα) (cf. Ποιμήν "shepherd")
  • Western (Cowboyish movie): Bουκολικόν (κινηματογράφημα)
  • Film Noir: Ἀμαυρόν ("dark" in Homeric Greek) γένος
  • Dramedy (Κομεντί in Dhimotikí): Κωμικοτραγῳδία, Τραγελαφικὸν γένος (more epic), Δραμῳδία (Δρᾶμα and Τραγῳδία portmanteaued)
  • Revue: Ἐπιθεώρησικόν (θέατρον)
  • Variété: Ποικιλιακόν (θέατρον)
  • Instrumental Ensemble: Ἐνόργανον σύνολον
  • Orchestral (<- Ὀρχήστρα "dance-place") Music: Ὀρχηστρικὴ (sem. shift from AGreek) Μουσική
  • Psychedelia: Ψυχηδηλία (or Ψυχηδήλεια)
  • Dream Pop: Ὀνειρικὴ Λαόφιλος
  • Shoegazing: Ἐνατενιστική (early MedGr (gkm) ἐνατενίζω "gaze" from grc ἀτενίζω, ἀτενής)
  • Ethereal Darkwave: Αἰθερία Ἀμαυροκυματική
  • Rock ("λικνίζω") 'n' Roll ("κυλίω"): Ῥὸκ καὶ Ῥόλ (untranslatable)
  • Rhythm 'n' Blues (from Middle English slang "low-spirited", 1380s): Ῥυθμός καὶ Κυανᾶ
  • Emo-Punk: Παθικὴ Παγκική (emotional is rendered συγκινητικός, συγκινησιακός in Kath. but it is incompatible with Koine semantics)
  • Screamo-Punk: Κραυγοπαθικὴ Παγκική (κραυγή "scream")
  • Cowpunk: Δαμαλικὴ Παγκική (δάμαλις "cow")
  • Crust punk: Κρυστὴ (cf. κρύσταλλος (ὁ)) Παγκική
  • Noise Punk: Θορυβικὴ Παγκική (θόρυβος "noise")
  • Horror Punk: Φρικτὴ ("bristling") (not an etym. cognate with freak) Παγκική
  • Riot Grrrl (portmanteau of grrr! and girl): Ῥάϊοτ Γέρλ ("ὀργίλη κόρη")
  • Oi!: Oἶ!
  • Skate Punk: Πεδιλικὴ Παγκ(ική) (πέδιλον "tilt")
  • 2 Tone: Δίχροη (not Δίτονη)
  • Gypsy Punk: Ἀθιγγανικὴ Παγκική
  • Psychobilly: Ψυχοαγροῖκος
  • Ska (Jamaican term) Punk: Σκαϊκὴ Παγκική
  • Acid Jazz: Ὀξικὴ Ἰαζία (μουσική) (ὀξικός "acetic")
  • Glitch: Βλαβαία (βλάβη "damage"; cf. ἀνάγκη > ἀναγκαία)
  • Techno: Τεχνολογική
  • Electronic dance music (nightclub music): Ἠλεκτρονικὴ χορειακή (νυκτολέσχης μουσική)
  • Breakbeat: Θλασικτυπική
  • Lounge: Ἀργοσχολική (from el-kath ἀργόσχολος "dawdler" from grc "ἀργός" + "σχολή")
  • Industrial: Βιομηχανική/Βιοπονική
  • Drum 'n' Bass: Τύμπανον καὶ Βαθύτονον
  • Dubstep ("loop music with steps and skips"): Βρογχοβηματική
  • Grime: Βλοσυρά
  • Nitzhonot (נצחונות "victories") Trance: Παιανικὴ Ἐκστασιακή (παιάν "hymn to Apollo": more epic than διθύραμβος "hymn to Dionysus")
  • Psychedelic Trance: Ψυχηδηλικὴ Ἐκστασική
  • Jungle (ultimately from जङ्गल (jaṅgala)): Ζαγγαλική (ζαγγαλή: coined transcription based on the Sanskrit word)
  • House: Ἀποθηκαία (according to the The Warehouse etymology)
  • Disco: Δισκοθηκαία (μουσική)
  • Garage: (Ὀχημο)Στάθμειον (adj.) (γένος) (from coined word ὀχημ(ατ)οσταθμεον (noun) "vehicle-parking-place")
  • Reggae: Ῥέγε (ἡ μουσική/τό γένος)
  • Ragga: τὸ (γένος) Ῥάγα (not to be confused with <τὴν ῥάγα> "grape/bulb-shaped fruit (accus.)")
  • Calypso: Καλυψώ (τὸ γένος) (indeclinable noun)
  • Mento (Jamaican Patois term): Μέντον (γένος) (gen.: Μέντου)
  • Big Band: Βὶγ Βάνδ, Μεγασυγκροτηματική (Med. Greek: συγκρότημα "band of people", more accurate than AGreek ὁμάς)
  • Swing: Λικνίζον (γένος) (gen.: Λικνίζοντος)
  • Ballet (ultimately from βαλλίζω): Βάλλισις, Κλασσικὴ ὄρχησις (classicalis is effectively untranslatable to Greek)
  • Sway Dance: Ταλάντευσις, Ταλαντευσικόν "sway-related" (not Tαλαντευτικόν "swaying (adj.)")
  • Funky Jazz (Se-Yang Jung's (Kiaro dance company) terminology): Φαγκικὸν Ἰάζιον (Ὀρχηστικὸν γένος)
  • Breakdance: Θλασιόρχησις (θλάσις "breaking")

Ἐξαρτήματα/Ἐξαρτύματα/Τεχνήματα

edit
  • Accessory: Ἐξάρτημα
  • Equipment kit: Ἐξάρτυμα
  • Artefact: Τέχνημα
  • Gear: Ὀδοντωτὸς Τροχός
  • Bodkin: Ἀκέστρα, Φορμορραφίς
  • Ball: Σφαῖρα
  • Balloon: Φαινίνδα (gen.: Φαινίνδας), Ἐφετίνδα (Hesychius' gloss)
  • Strap: Ἱμάς (ὁ) (gen.: ἱμάντος; cf. ἱμαίνω "I tie, I strap")
  • Sleeping Bag: Θύλαξ Ὕ, Σάκκος (E(arly)M(iddle)Greek from Latin saccus) Ὕπνου / Ὑπνόσακκος
  • Mountaineering Boots: Ὀρειβασιακὸν Βαρυπόδημα
  • Scarecrow: Μορμολύκειον
  • Barbwire: Συρματόπλεγμα
  • Plate: Πάτανον (shallow plate), Τρυβλίον (deep plate)
  • Fork: Περόνη, Κρεαγρίς, Δίκρανον (bifurated fork), Πεμπώβολον (Homeric Greek)
  • Spoon: Κώταλις, Τορύνη, Ζωμήρυσις, Ἀρυτήρ, Κύκηθρον, Δοίδυξ, Κοχλιάριον (many words (glosses included) with slightly different meanings)
  • Knife: Μάχαιρα
  • Worry Beads: Κομβοσχοίνιον
  • Washing Machine: πλυντικὸν μηχάνημα[2]

Γαστρονομία

edit
  • Coffee: Καφεύς (ὁ) (gen.: τοῦ Καφέως) / Καφέον (τὀ) (gen.: τοῦ Καφέου)
  • Coffeshop: Καφ(ε)εῖον (τό)
  • Tea: Tέον/Τέϊον (τὀ) (gen.: τοῦ Τέου/Τεΐου)
  • Teashop: Τεεῖον (τό)
  • Chocolate (Nahuatl: Xocolatl): Σοκολατή (Atticization of the Revived Latin: Socolata)
  • Potato: Γεώμηλον
  • Tomato: Λυκοπερσικόν
  • Orange: Χρυσόμηλον
  • Chili (Nahuatl: Chīlli) Pepper (AGreek: τὸ Πέπερι; γεν.: Πεπέρεως): Τσιλικὸν Πέπερι (γεν.: Πεπέρεως)
  • Gum: τὸ Κόμμι (γεν.: Κόμμεως) (AGreek)
  • Beer: Ζῦθος (ὁ) (gkm (Medieval Greek) word)
  • Suet (from La.: sebum): Ὀξύγγιον

Ἔθη

edit
  • Fashion: Ἔθος
  • Fashion design: Ἔθ(ε)οσχεδιογραφία
  • Trend: Συρμός (literally: dragging; Kath. sem(antic). shift)
  • Hood: Καυσία, Κορδύλη
  • Hairdressing: Κομμωτική? (Early Medieval Greek)
  • Make-Up Art: Ψιμυθιουργία
  • Perfume: Ἄρωμα
  • Gemmology: Κοσμηματολογία, Γημμολογία (from Latin gemma)
  • Brilliance (of a gem): Στιλπνότης
  • Cosmetology: Κοσμητική
  • Pants: Περισκελίς (ἡ)

Ἀθλήματα

edit
  • Sport: Ἄθλημα, Ἀθλοπαιδιά
  • Football: Ποδοσφαίρισις
  • Futsal: Δωμάτιος Ποδοσφαίρισις
  • Basketball: Καλαθοσφαίρισις
  • Korfball ("Dutch basketball"): Βαταυϊκὴ Δικτυοσφαίρισις
  • Netball ("female basketball"): Δικτυοσφαίρισις
  • Handball: Χειροσφαίρισις
  • Tennis: Ἀντισφαίρισις
  • Ping-Pong: Ἐπιτραπέζιος Ἀντισφαίρισις
  • Hockey: Ῥαβδοσφαίρισις ("stickballing (noun)"; though a puck (δισκίον) is usually used, variations implementing a ball also exist)
  • Baseball: Βασισφαίρισις? (literal translation)
  • Beach Volley: Ἐπιπαράλιος Πετοσφαίρισις (cf. πέτομαι; translation of the French "voller")
  • Waterpolo: Ὑδατοσφαίρισις
  • Sepak Takraw: Ποδοπετοσφαίρισις
  • Floorball: Δαπεδοσφαίρισις
  • Table Football: Ἐπιτραπέζιος Ποδοσφαίρισις
  • Racketsports (German: Schlägersports): Τυπτροπαιδιαί (τὐπτρον (<- τύπτω) coined to translate racquet)
  • Racquet-ball: Τυπτροσφαίρισις
  • Badminton: Αντιπτέρισις (πτερόν "wing")
  • Squash (among four walls): Ἁπαλὴ Τυπτροσφαίρισις
  • Horse Polo: Ἱπποσφαίρισις
  • American Football: Ἀμερίκιος/Ἀμερικανικὴ Ἐπισκυρικὴ Ποδοσφαίρισις
  • Australian Football: Νοτιονήσιος/Αὐστραλιανὴ (latin word meaning "South" hardly translatable) Ἐπισκυρικὴ Ποδόοσφαίρισις
  • Rugby Football: Ἐπισκυρικὴ Ποδοσφαίρισις (Ἐπίσκυρος (ἡ): this word can be revived in order to denote the rugby ball) (territory: περιοχή, crossbar: (ἡ) δοκός)
  • Cricket: Ῥοπαλοσφαίρισις?
  • Softball ("Soft baseball"): Ἁπαλὴ Βασισφαίρισις
  • Lacrosse: Δικτυορραβδοσφαίρισις?
  • Croquet: Ξυλοσφαίρισις
  • Floorball: Δαπεδοσφαίρισις (δάπεδον "floor")
  • Golf: Ῥοπτροσφαίρισις?
  • Bowling: Κορυνοσφαίρισις (κορύνη "tinpen"), Σκληροσφαίρισις?
  • Pétanque - Bocce - Boccia - Boules:
  • Bowls: Σκληροσφαίρισις ἐπὶ Χὀρτῳ (Late Koine χόρτον (τό) "grass" < Classic Greek χόρτος (ὁ) "food for animals")
  • Klootschieten: Σφαιρόρριψις
  • Varpa: Βαρπασφαίρισις?
  • Pilota/Pelota: Σφαίρισις
  • Billiards – Pool – Snooker: Σκηπτροσφαίρισις?
  • Curling: Γρανιτοσφαίρισις? (Kath. γρανίτης < Italian granito)
  • Shuffleboard: Συρτοσφαίρισις (συρτός < σύρω)
  • Sepak takraw: Χειροπετοσφαίρισις
  • Broomball: Θυσανοσφαίρισις (θύσανος (ὁ) "tuft")
  • Fistball: Γρονθοσφαίρισις (θύσανος (ὁ) "fist")

Παιδιαί

edit
  • Game: Παιδιά, Παίγνιον
  • Board-game: Ἐπιτραπέζιος παιδιά
  • Chess: Ζατρίκιον
  • Backgammon: Πεττεία (Πεσσεία in Koine)
  • Games with Pieces: Παιγνία Πεττῶν (Πεσσῶν in Koine)
  • Dices: Βόλοι (oἱ)
  • Puzzle: Αἴνιγμα
  • Riddle: Γρῖφος
  • Jigsaw puzzle: Ψηφιδωτὸν Αἴνιγμα
  • Go: Ζατρίκιον Περικυκλώσεως, Ἴγον (adapted from Japanese)
  • Sudoku: τὸ Αἴνιγμα Σουδόκου, Ἀριθμοσταυρολεξικὸν Αἴνιγμα ("number-cross-word riddle")
  • Rubik's cube: (ὁ) Κύβος τοῦ Ῥοῦβικ

Ἠλεκτρονικαὶ παιδιαί

edit
  • Ἠλεκτρονικὴ παιδιά / Ἠλεκτρονικὸν παίγνιον: Electronic Game
  • Virtuality: Εἰκονικότης, Εἰκονικὴ πραγματικότης

Γραφειοκρατία καὶ Νομολογία

edit
  • Bureaucracy: Γραφειοκρατία
  • Law Science: Νομολογία
  • Stock Market: Χρηματαγορά
  • Bank: Τράπεζα (translation of the Italian "banco" to Kath.; sem. shift does not contradict Attic dialect)
  • Overdraft: Ὑπερανάληψις
  • Family: [See Talk-Page] Oἰκογένεια (term meaning "the property of having being a slave" in AGreek, "family" in Kath.), Οἰκογενεά ("the generation of a House" (atticization of Οἰκογένεια))
  • Familial Law Corpus: Σῶμα Οἰκογενεϊκοῦ Δικαίου (not Οἰκογενειακοῦ; see the previous lemma)
  • Lex Mercatoria: Ἐμπορικὸν Δίκαιον
  • Offshore Company: Ὑπεράκτιος Συντροφία/Ἑταιρεία
  • Ἕνωσις (Union) / Σύλλογος (Club, Collegium) / Συνομοσπονδία (Confederation) / Σύνδεσμος (Association)
  • Society (club): Κοινωνία
  • Corporation: Σωματεῖον (differ. meaning in grc than in Kath. where it means "union")
  • INCOTERMs: (ΔΕΟ) Διεθνεῖς Ἐμπορικοὶ Ὅροι (Ὅροι has been used in Greek to denote both "conditions" and "terms"; a way to disambiguate these two meanings must be discussed)
  • Licencing: Ἀδειαδότησις (not Ἀδειοδότησις which means "giving something empty")
  • Ship Register (Flag State): Νηογνωμοσύνη (-οσ-ύνη: AGreek suffic meaning "-i-ty" of uncertain etymology)
  • Rechtsassessor (de): Ἐμπειρογνώμων
  • de lege ferenda / de lege lata: περὶ τοῦ ἀνεκτέου νόμου / περὶ τοῦ ἀνεκτοῦ (or ὑποφερτοῦ) νόμου

Διοικητικὴ διαίρεσις

edit
  • State: Πολιτεία
  • Region: Διοικητικὴ Χώρα (in Greek Περιφέρεια. Since Χώρα also means country, and area, never forget to add the «Διοικητική» in front)
  • Regional unit: Χωρικὸν τμῆμα (Χωρικός usually means rural, but it also meant of services rendered in the χώρα so it is appropriate here, in Greek Περιφερειακή ενότητα)
  • Autonomous Community: Αὐτόνομῃ Κοινότης
  • Province: Ἐπαρχία
  • Prefecture: Νομός
  • Municipality: Δῆμος
  • City, town: Πόλις
  • Village: Κώμη

Ψευδεπιστήμη / Ἀποκρυφισμός

edit
  • Alchemy: Ἀλχημεία (from Arabic al- + chem from AGreek χημ-/χυμ- probably from Ancient Aegyptian km.t
    [
    kmmt
    niwt
    ] "Aegypt" (literally: "black") + -y from -εία)
  • Occultism: Ἀποκρυφισμός
  • Grimoire: Ἐγχειρίδιον μαγγανείας (nom. of μαγγανείας: μαγγανεία)
  • Panacea: Πανάκεια
  • Spagyristics: Σπασιαγυρτική (Σπάσις "extraction", Ἀγυρ- "gathering")
  • Ascendant: Ὡροσκόπος
  • Medium Coeli: Μεσουράνημα
  • Imum Coeli: Κατουράνημα
  • House System: Σύστημα Οἴκων
  • Goëtia: Γοητεία
  • Daemonology: Δαιμονολογία
  • Cryptozoology: Κρυπτοζῳολογία
  • Vis vitalis: Ζωϊκὴ (from Ζωή) Δύναμις
  • Flat Earth: Ἐπίπεδος Γῆ
  • Phlogiston: Φλογιστόν
  • Phrenology: Φρενολογία
  • Scientology: Σκιηντολογία (scientia - *σκιήντια : intensionally left untranslated in order for it not to be confused with Epistemology)
  • Homeopathy: Ὁμοιοπαθ(ε)ολογία
  • Dianetics: Διανητική (intensionally "corrupted" form Διανοητική)
  • Pseudo-Scientific Racism: Ἐπιστημονικοφανὴς Φυλετισμός/Ῥασισμός (no exact word for race (<- razza (It.) <-? رأس ra’s (Arab.)) in AGreek; just "φυλή" for tribe, and "τριττύς" for "ethnopolitical division")
  • Creation Studies: Δημιουργιολογία
  • Intelligent Design (ID): Εὐφυὲς Σχέδιον
  • Young Earth: Νεαρὰ Γῆ
  • Parapsychology: Παραψυχολογία
  • Paranormality/Spiritualism: Παρακανονικότης/Πνευματισμός
  • Chiromancy/Cafemancy: Χειρομαντεία/Καφεομαντεία
  • Sophrology: Σωφρολογία (intensionally "corrupted" form of Σωφρονολογία)

Σύνδεσμοι ἐξώτεροι

edit