Wp/grc/Αἴγειρος

< Wp | grc
Wp > grc > Αἴγειρος

αἴγειρος (Ῥωμαϊστὶ populus) φυτόν ἐστιν.

Ἡ αἴγειρος (populus nigra)

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit
 
Ἴδε τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τά ἄλλα περὶ