Wp/grc/Άλώπηξ

< Wp | grc
Wp > grc > Άλώπηξ

Ἀλώπηξ (Ῥωμαϊστὶ Vulpes vulpes) ζῷόν ἐστιν.

Ἀλώπηξ ἐν τῇ χιόνι

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι

edit