Ἀρχαία ἑλληνικὴ edit
Πτῶσις | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστικῆ | Wt/grc/διαθήκη | Wt/grc/διαθήκα | Wt/grc/διαθῆκαι |
Γενικῆ | Wt/grc/διαθήκης | Wt/grc/διαθήκαιν | Wt/grc/διαθηκῶν |
Δοτικῆ | Wt/grc/διαθήκῃ | Wt/grc/διαθήκαιν | Wt/grc/διαθήκαις |
Αιτιατικῆ | Wt/grc/διαθήκην | Wt/grc/διαθήκα | Wt/grc/διαθήκας |
Κλητικῆ | Wt/grc/διαθήκη | Wt/grc/διαθήκα | Wt/grc/διαθῆκαι |
Ουσιαστικόν edit
διαθήκη θηλυκόν
- (νομικός όρος) έγγραφο ποῦ περιλαμβάνει τῖς τελευταίαι επιθυμίες κάποιου καθῶς και τον τρόπο ποῦ επιθυμεῖ να μοιραστεῖ ῆ περιουσία τοῦ
- (κατ’ επέκταση) συμβουλῆ, παραίνεση
- (θρησκεία) Διαθήκη: συμφωνία
Πολυλεκτικοῖ όροι edit
- (θρησκεία) Καινῆ Διαθήκη
- (θρησκεία) Παλαιᾶ Διαθήκη
Μεταφράσεις edit
Wt/grc/διαθήκη
|