Wt/grc/Θεός

< Wt‎ | grc
Wt > grc > Θεός

Ἀρχαία ἑλληνικὴ edit

Ουσιαστικόν edit

Θεός αρσενικόν

  1. συγκεκριμένος θεός δόγματος

Μεταφράσεις edit