Wp/grc/Γόμφος

< Wp‎ | grc
Wp > grc > Γόμφος

γόμφοςκόλλοψ (Ῥωμαϊστὶ malleolus) μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ζῴων έν τῇ κεφαλῇ ἐστιν.

Ὁ τοῦ ἀνθρώπου γόμφος

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι edit

 
Ἴδε τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τά ἄλλα περὶ