Wp/grc/Γλαῦξ

< Wp‎ | grc
Wp > grc > Γλαῦξ

γλαῦξ (Ῥωμαϊστὶ Athene noctua) ὄρνις ἐστίν.

Ἡ γλαῦξ

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι edit

 
Οὐικικοινά
Ἰδὲ τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τὰ ἄλλα περὶ τῆς γλαυκός