Wp/grc/Ὀφθαλμός

< Wp‎ | grc
(Redirected from Wp/grc/Όφθαλμός)
Wp > grc > Ὀφθαλμός

ὀφθαλμός (Ῥωμαϊστὶ oculus) μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ζῴων ἐστίν.

Ὁ τοῦ ἀνθρώπου ὀφθαλμός

Ἐξωτερικοὶ σύνδεσμοι edit

 
Ἴδε τὰς εἰκόνας καὶ τὰ κοινὰ τά ἄλλα περὶ